Παρασκευή, Αυγούστου 17, 2012

'Μια με κρατάς, δυο με σπρώχνεις'

Είναι οι μέρες που επιτίθενται όσο περνούν,
είναι και το κενό που αφήνει στο χώρο η απουσία σου-
άδειες καρέκλες, ανείπωτες φράσεις, ματιές με τον αέρα
και εγώ, να στέκομαι να χαζεύω τον τοίχο που ίσως στερεωνόσουν

Είναι που δεν θα το συνηθίσω ποτέ πως δεν θα ΄σαι εκεί
όσα δεδομένα κι αν αλλάζουν, όσος καιρός κι αν περνά,
ακούγοντας το όνομά σου σε λέξεις παράταιρες
και περιμένοντάς σε να εμφανιστείς πίσω από την κάθε γωνία,
την τελευταία στιγμή, έστω για μια ευχή

Είναι κυρίως που ήθελα να καταλάβαινες
και τα λόγια τα δικά μας να μην τα μετρούσες τόσο επίμονα,
αφήνοντάς μου ένα άνοιγμα,
ένα μικρό κενό να σ'ανοιχτώ λιγάκι,
ένα μικρό κενό να καλύψει λιγάκι 
το δικό σου

Μα δεν είναι έτσι,
κι είναι που δεν θα γίνει κιόλας
Και τώρα, παραπέρα ακόμη πάω,
φεύγω χωρίς κανένα αντίο,
χωρίς να ξέρω αν θα πρέπει 
να σε νιώθω χαρούμενο μακρυά μου

Και δεν θέλω, μα....

Τετάρτη, Αυγούστου 15, 2012

Σαν

  Καλές οι παρομοιώσεις κι οι μεταφορές, 
μα να ξηλώσω κλωστές ανύπαρκτες αδυνατώ. 
Άσε που ποτέ μου δεν τα κατάφερνα μ'αυτά 
κι όποτε προσπαθούσα, όλο το ρούχο κατέστρεφα 
και όσο το ρούχο πλέον είμαι εγώ, 
δεν ξέρω πόση καταστροφή πια σηκώνει.

Κι ίσως κάποια άκρη να βρω να τραβήξω,
ίσως να σχίσω, ίσως να μπαλώσω,
όταν ίνες ανακαλύψω και ξεχασμένες παραμάνες
πάνω στο δέρμα μου σαν πάνινης κούκλας,
παραγεμισμένης με βαμβάκι για να καμουφλάρει τα εκρηκτικά.

  Μα κλωστές άλλες πού να βρω,
το άυλο πλησιάζοντας με όπλα μου ψαλίδια και δόντια, 
εκεί βαθιά που καμιά άλλη παρομοίωση δεν ταιριάζει 
παρά μονάχα μοιάζει σαν ιστός περίπλοκος,  
άλλοτε εύθραυστος, άλλοτε γερός;

  Ξυράφι παίρνω και αρχίζω να ψάχνω 
τα κόκκινα, ποτισμένα καλά από το αίμα, καλώδια 
που σταματούν το μέτρημα της βόμβας 
ή παίρνω χρώμα και όλα, μια για πάντα,
σαν σε αποτυχημένο πίνακα τα καλύπτω και τα ψεγάδια αφαιρώ;
 Κι αν αποφασίσω,
 πώς το ξυράφι που κόβει συναισθήματα
ή τα χρώματα που σβήνουν ελαττώματα θα βρω;

 Καλές οι παρομοιώσεις, 
μα βολεύουν μόνο στα λόγια 
κι εγώ ξαφνικά αποφάσισα πως δεν μου φτάνουν.

Σαν...τα νοήματά των παραμυθιών να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους.
Σαν... παρομοιώσεις, που δεν χρειάζονται τα "σαν".


Τρίτη, Αυγούστου 14, 2012

Καινούρια ζάλη

Κάθονταν σκυμμένοι ο ένας προς τον άλλο, λίγα μέτρα πέρα απ' όλους.
Το σκοτάδι είχε γεύση γλυκιά και το άρωμά του ενέπνεε τα μυστικά 
να βγουν στην επιφάνεια...

Αν πρέπει δεν έχω αποφασίσει,
μα νομίζω πως θέλω να το ξέρεις,
εσύ πρώτη απ' όλους
πως μια νέα ανάγκη με τραβά
και με παίρνει μακρυά από εδώ.

Θέλω να ξέρεις κι ότι προσπάθησα,
στ' αλήθεια δεν το 'θελα να φύγω
και όπου κι αν καταλήξω θα μετανιώνω.
Όμως δεν έχω πια επιλογές
και εσύ αξίζεις να το καταλάβεις πιο πολύ,
γιατί θα πονέσει κι αυτό θα με βασανίζει 
όταν κάπου αλλού θα αφιερώνω τις σκέψεις μου
και κάποιον άλλο θα αγκαλιάζω με τρυφερότητα,
κι όχι εσένα.

Μα δεν θα πονέσει μόνο
κι αυτό ίσως εσύ να μην μπόρεσες ποτέ να το δεις
κι ίσως πάλι να μην έπρεπε και να το κάνεις,
γιατί μεγάλο βάρος πάνω στην καρδιά σου πέφτει
κι αν κοντά μου κλάψεις μια στιγμή,
χίλιες στιγμές θα κλάψω.

Μην το κάνεις το λάθος αυτό
κι όσο κι αν νιώσεις ότι με έχασες,
ποτέ σου μην πιστέψεις πως δεν ήσουν εσύ
αυτή που απ' όλους ξεχώρισε
και μάθε πως μπορώ να ακούσω τι συμβαίνει
αλλά πρέπει να είσαι προετοιμασμένη
πως ίσως και να αντέχω να το μάθω.

Τα πάντα ήσουν και θα 'σαι
και να σε χάσω δεν αντέχει η ψυχή μου,
γιατί θα είναι άδεια 
κι όσο ζωντανή ένιωσα μαζί σου,
φοβάμαι τόσο νεκρή θα μείνω.
Αν φύγεις κάτι μέσα θα πεθάνει.
Αν φύγεις, αυτό που θα πεθάνει θα'μαι εγώ.

Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και ευχήθηκαν πως δεν θα 'ταν η τελευταία φορά.
Κι ύστερη εκείνη έτρεξε, να προλάβει τους λυγμούς της να σκεπάσει,
αλλά ζαλίστηκε τόσο από τα νέα, που σκόνταψε και όπως πάντοτε,
πάνω του έπεσε ξανά...


To do list


Ως το μηδέν μετρούσε αντίστροφα
κι έλεγε όταν φτάσει,
τα μάτια θα ανοίξει
και θα αρχίσει ο κόσμος να αλλάζει,
μα όχι μονάχος.
Από τα δικά της τα χέρια
θα την έφτιαχνε ξανά,
κομμάτι-κομμάτι.
Θα έραβε, θα ξήλωνε
και κάθε στόχο στη νοητή λίστα της
θα πετύχαινε,
ώσπου να νιώσει καινούρια,
αν και περισσότερο εκείνη.
Δεν θα απογοητευόταν
και τίποτα δεν θα άφηνε στην τύχη.
Θα έπαιρνε πρώτη φορά τον έλεγχο
και θα έσερνε τον εαυτό της,
ακόμη κι όταν εκείνος έστριβε αυθόρμητα στη λάθος γωνία,
αναζητώντας την εύκολη λύση.
Το άπιαστο, το λάθος και το πρέπει
θα τα όριζε από την αρχή εκείνη
και πριν τελειώσει ο χρόνος
θα περπατούσε στο δρόμο με άλλον αέρα,
αυτό του νικητή,
με τελευταίο της στόχο πως
θα ήταν αυτή που ήθελε
ή, στο τέλος θα μάθαινε
και θα ήθελε αυτό που ήταν.




Don't ask

Οι σκέψεις της είχαν κλειδωθεί μέσα της
κι ακόμη και εκείνη ένιωθε πως είχε εγκλωβιστεί
και πουθενά δεν χωρούσε.
Εκείνες άλλαζαν χρώματα, σχήματα,
στροβιλίζονταν στο κεφάλι της 
και την ζάλιζαν, φέρνοντας εικόνες θολές,
δημιουργώντας και χτίζοντας τείχη,
θέτοντας και γκρεμίζοντας πρέπει και θέλω,
ξεχνώντας και αναπολώντας αναμνήσεις.
Ερωτήσεις πυροβολούσαν
και την ξυπνούσαν τόσο ξαφνικά-
μα οι σκέψεις αρνούνταν κατηγορηματικά
να αλλάξουν και να γίνουν λέξεις,
γιατί αυτό ήταν πραγματικά:
μορφές, ζωγραφιές, συναισθήματα, όνειρα, εφιάλτες,
δικά της, κατάδικά της
και δεν θα τα μοιραζόταν σαν λόγια με κανένα.
Δεν ήθελε, δεν έπρεπε
να αλλάξουν υπόσταση.
Δεν ήθελε, δεν έπρεπε
να βγουν προς τα έξω.

Και, ουσιαστικά, ούτε που υπήρχαν.

Πέμπτη, Αυγούστου 02, 2012

Συνειρμοί #1



-Κι από την άλλη είμαι εγώ. Βασικά, όχι, εσύ είσαι από την άλλη.
-Εγώ;
-Ναι, δεν έχει σημασία. Είμαι εγώ τέλος πάντων.
-Εσύ, τι;
-Αυτό είναι το πρόβλημα.
-Ότι;
- ...Εγώ, τι;


Πάντως όχι αυτά που περίμενα τότε.
Και δεν μπορώ να αποφασίσω
αν το ότι αποδείχθηκα εκείνα που περίμενες εσύ
τελικά καλό είναι.


*


Κάθονταν αγκαλιά στο ξεφλουδισμένο παγκάκι,
ο ουρανός ήταν λιγάκι συννεφιασμένος
και η βροχή της χθεσινής νύχτας είχε ακόμη αφήσει
τα ίχνη της στο πάρκο- λάσπη, σταγόνες που απέμειναν
χωρίς να στεγνώσουν πάνω στα φύλλα των δέντρων,
σκουριά πάνω στις ήδη πολυκαιρισμένες κούνιες.
Μοιράζονταν μαζί ένα ζευγάρι ακουστικά
και πάσχιζαν να βρουν ένα τραγούδι να ταιριάζει με τον καιρό.
Τα ρούχα τους δεν ήταν αρκετά ζεστά, έτσι έτρεμαν λιγάκι
κι ο ένας ζέσταινε με την ανάσα του τον άλλο.
Εκείνη χάζευε μια λακκούβα με νερό, παρατηρώντας
τα χρώματα του ουράνιου τόξου που είχαν σχηματισθεί
με την αντανάκλαση του ήλιου,
κρυφοκοιτάζοντας ανάμεσα από τα δάχτυλά του.
"Ξέρεις, δεν χρειάζεται να φοβάσαι."
Ξαφνιάστηκε.
Δεν είχε προσέξει πως η μουσική είχε σταματήσει
μέχρι που ακούστηκε η φωνή του.
"...Δεν θα πάω πουθενά. Δεν θέλω να πάω πουθενά. Όχι χωρίς εσένα."
"Ευχαριστώ" ψιθύρισε εκείνη κι έκλεισε ξανά τα μάτια.



*


Από την άλλη είμαι εγώ, που δεν ξέρω τι.
Δεν ξέρω τι θέλω, δεν ξέρω αν θέλω και να ξέρω,
φοβάμαι νομίζω να μάθω και νομίζω πως τελικά μέσα μου...
όχι, όχι δεν ξέρω.


Τετάρτη, Αυγούστου 01, 2012

Εδώ και πουθενά

Περιμένω, μα τίποτα.
Περιμένω, το τίποτα.
Ποιον περιμένω;

Μονάχα η σιωπή σου τώρα με τρομάζει
και θέλω όλα να τα σβήσω και να φύγω,
μέχρι να γυρίσεις κι εσύ πρώτα να ψάξεις να με βρεις.

Τι περιμένω;

Μάλλον δεν περιμένω εσένα να γυρίσεις,
αλλά εμένα.
Λείπω, δεν είμαι εδώ.
Δεν ξέρω που είμαι, το μέτρημα έχασα 
και μαζί μ΄αυτό και τον γυρισμό.

Περιμένω.
Το τίποτα περιμένω.
Το τίποτα περιμένω;