Τρίτη, Οκτωβρίου 30, 2012

Όλα ήταν μια στιγμή


Τα λεπτά, ελάχιστα όπως είναι,
περνάνε αστραπιαία και με την ορμή τους
ξεριζώνουν τα κομμάτια μου ένα προς ένα,
αφήνοντάς με μισή και γυμνή,
να ντύνομαι πρόχειρα στα όνειρά μου

κι εγώ να τρέχω ξυπόλυτη από πίσω,
να προσπαθώ να φτάσω το χρόνο που επιταχύνει
και σε τραβά από πίσω μαζί του

κι όταν, που και που, τα καταφέρνω
και πλησιάζω τόσο που αρπάζω τους δείκτες
και στ' αλήθεια τους παγώνω,
εκείνοι ξεγλιστρούν και πάλι απ' τις γροθιές μου

κι έτσι πέφτω ηττημένη,
τα μάτια μου θολά, οι άμυνές μου σπασμένες,
να παλεύω τις αλλαγές
και να κυνηγώ πια μονάχα εικόνες και ήχους


Δεν αντέχω να φύγεις,
άλλα λόγο να σου δώσω να μείνεις
δεν βρίσκω.....

Σάββατο, Οκτωβρίου 27, 2012

Mask made of rocks


...Εσένα και τις σκέψεις σου σε θάνατο καταδικάζω.
Μόνο τα συναισθήματά σου θα φυλάζω,
κι εκείνα όμως καταραμένα
να μείνουν για πάντα κλειδωμένα
μέσα στο βαλσαμωμένο σου σώμα,
ποτέ κανείς να μην βλέπει διαφορά.

Με πέτρα θα χτίσω το πρόσωπό σου,

να μένει ασάλευτο σε λύπη και χαρά,
μα δεν θα κάνει και μεγάλη διαφορά,
αφού πάντοτε, έτσι ήσουν
κι αν τολμάς, αρνήσου. 

Δευτέρα, Οκτωβρίου 22, 2012

Παρόν.

...Με κοίταξε στα μάτια, βαθιά, αληθινά, όπως παλιά.
Σήκωσε αργά το δεξί του χέρι και με τρυφερές κινήσεις άγγιξε το λαιμό μου.
Ήταν σαν η παλάμη του να ταίριαζε τέλεια με το σχήμα του προσώπου μου,
έτσι τρυφερά που με τον αντίχειρά του το άγγιζε
και με την υπόλοιπη παλάμη έκλεινε το κεφάλι και τον λαιμό μου.
Πριν χρειαστεί να μιλήσει, πρόλαβα κι έκλεισα τα μάτια.
Χτυπούσε με μανία η καρδιά, λες και ήξερε πως θα τη σταματούσα.
"Δεν είσαι εδώ" ξεφύσηξα και ένιωσα το άγγιγμά του να εξαφανίζεται
σπιθαμή προς σπιθαμή.


*

Κλείνω τα μάτια και σε κρατάω μεσ' το μυαλό μου.
Θυμάμαι και γελάω, θυμάμαι και πονάω.
Θυμάμαι και δεν κοιμάμαι τελικά,
ώσπου γίνεσαι ένα με το όνειρο
και αποφασίζω πως θα σε φυλακίσω εκεί.

Για όσο η ξένη πόλη με χωράει,
δεν θα σκέφτομαι, δεν θα νιώθω,
δεν θα θέλω, δεν θα χρειάζομαι τίποτα.
Θα είμαι χαρούμενη και δεν θα ψάχνω λόγους.
Αν χρειαστεί, θα τους φτιάχνω μόνη,
θα χτίζω σύννεφα από κενό να με κρατούν πάνω απ'τη γη.

Για όσο μένω εδώ,
από τη θάλασσα θα ζητήσω να τα φυλάξει όλα πίσω
ώσπου το κύμα να μου τα επιστρέψει ξανά
εκεί που με χαιρετάς από μακρυά
και που για τα πάντα φταίω.

Εδώ, δεν υπάρχει εκεί.
Δεν θέλω, για λιγάκι μόνο, να υπάρχει.

M (φταίω)

Πάντα με κάνεις να γελάω
και ξέρεις πόσο δύσκολο είναι.

*έκανες



Ούτε χρόνος δεν πρόλαβε να κλείσει
που σε γνώρισα για τα καλά
και τώρα τη ζωή μου,
για δες πώς τα κατάφερες,
και δεν θέλω να τη φανταστώ χωρίς εσένα

Τα έφαγες τα μούτρα σου
κι όχι μόνος.
Σαν πιόνια domino
πέσαμε ο ένας μετά τον άλλο
κι ίσως όλοι μας σχεδόν, λίγο ή πολύ,
συντελέσαμε στο σπρώξιμο αυτού του πρώτου κομματιού...



Σε βλέπω στα όνειρά μου, το ξέρεις;
Πού να το ξέρεις;
Μήπως καταλαβαίνεις; Δεν καταλαβαίνεις...
Και δεν μπορώ να σε κατηγορήσω ότι δεν προσπαθείς.

Προσπάθησες. Νοιάστηκες.
Κι ακόμη νοιάζεσαι, μα,
τα όπλα τα παρέδωσες.
Βρήκαμε τον ένοχο τώρα,
έκλεισε η υπόθεση
και μόνος σου αυθαίρετα κατέληξες στην τιμωρία.

Εξορία....
Χωρίς επιστροφή. Γιατί;
Γιατί βρέθηκε ο ένοχος,
η υπόθεση, το μυστήριο λύθηκε.
Και νομίζεις, μ'αυτό τον τρόπο,
μονάχα τον εαυτό σου τιμωρείς.
Χα!

Δεν καταλαβαίνεις, έτσι;
Εσύ δεν ζήτησες χρόνο,
ζήτησες απ' εκείνον να σταματήσει να κυλά.
Δεν γίνεται και δεν γυρίζει πίσω.

Έκλεισε η υπόθεση,
το μυστήριο λύθηκε
και ο φάκελος σφραγίστηκε,
δεν του βγάζεις λέξη.
Τώρα μοιάζουμε...



Άλλο ζήτησες, άλλο έγραψα.

Σάββατο, Οκτωβρίου 13, 2012

Δεν είναι στο ζώδιο σου

 Έφτασα ως την πόρτα με τους παλμούς μου να καλπάζουν. Αφού σιγουρεύτηκα ότι ήμουν στο σωστό μέρος, έψαξα νευρικά με τα δάχτυλά μου το κουδούνι και το πίεσα. "Παρακαλώ;" ακούστηκε μια μακρινή και πολύ επαγγελματική φωνή από το θυροτηλέφωνο. "Η Μελωδία είμαι δεσποινίς Παρή. Το ραντεβού των 5." 
 Bzzzz... Πήρα μια ανάσα και βιάστηκα να σπρώξω την πόρτα πριν κλειδώσει ξανά. Για μια στιγμή, το στομάχι μου δέθηκε κόμπος. Μπροστά μου ανοιγόταν ένας διάδρομος με διαμερίσματα και δεξιά μου οι σκάλες. Ακριβώς δίπλα υπήρχε ένα ανσανσέρ με την ένδειξη "Προσωρινά εκτός λειτουργίας". Ωραία. Σκάλες it is. Ανεβαίνοντας πίεσα το μυαλό μου να θυμηθεί. Πρώτος όροφος, τρίτη πόρτα δεξιά... ή αριστερά; Όπως και να έχει, έφτασα ως το τελευταίο σκαλοπάτι και την απορία μου έλυσε μια μικρή δεσμίδα φωτός που έβγαινε από μια μισάνοιχτη πόρτα στο βάθος του διαδρόμου. Δεξιά τελικά.
-Πέρασε καλή μου. Με βρίσκεις σε μια μικρή αναστάτωση. Είσαι βλέπεις το πρώτο μου ραντεβού και... Τέλος πάντων- πέρασε, πέρασε, μη διστάζεις!.. Έτσι μπράβο. Λοιπόν, κάθισε αναπαυτικά στον μαύρο καναπέ εκεί απέναντι και επιστρέφω σε ένα λεπτάκι με τσάι. Ή μήπως προτιμάς χαμομήλι;
-Τσάι, ευχαριστ-
-Περίφημα!, είπε και έφυγε χωρίς δεύτερη κουβέντα.
 Το δωμάτιο είχε μια παράξενη διαρρύθμιση. Αριστερά της εισόδου στο βάθος, είχε μια γωνία με ένα μικρό καθιστικό και μια τεράστια βιβλιοθήκη, που αμέσως ζήλεψα. Δεξιά είχε μια πόρτα -αυτή απ' την οποία είχε φύγει η Παρή-, ξύλινη και φρεσκοβαμμένη με βερνίκι, με ένα πόμολο μεταλλικό και λεπτοδουλεμένο. Φαντάστηκα οδηγούσε στα υπόλοιπα δωμάτια. Απέναντί μου βρισκόταν ένας εντυπωσιακός δερμάτινος μαύρος καναπές με ελαφριά κλίση, με το προσκέφαλό του ακουμπισμένο στον αριστερό τοίχο. Δίπλα του ήταν ένα σκούρο οβάλ τραπεζάκι με λουλούδια και μπροστά του μια πολυθρόνα με ροδάκια και μαξιλάρια στις αποχρώσεις του μπεζ, και μαύρο σκελετό. Ο χώρος δεν ήταν πολύ ανοιχτός, αλλά ούτε και ασφυκτικός. 
 Έκατσα στον καναπέ περιμένοντας και παράλληλα παρατηρώντας τον πίνακα ανακοινώσεων που ήταν κολλημένος στον τοίχο, γεμάτο με χαρτάκια με ημερομηνίες, ονόματα και αριθμούς. Πλάι στον πίνακα υπήρχε ένας καμβάς με αφηρημένα σχέδια από παστέλ χρώματα που έκαναν αντίθεση με τον ελαφρά πορτοκαλί φόντο, σίγουρα από κάποιον καλλιτέχνη που θεωρούσε τον εαυτό του μοντέρνο. Γενικά, ο χώρος αντανακλούσε μια θετικότητα και μια ηρεμία, φαντάζομαι πετυχαίνοντας τον αρχικό σκοπό του διακοσμητή. 
 Η δεσποινίς Παρή μπήκε πάλι στο δωμάτιο, κρατώντας στα χέρια της μια κούπα κι ένα τετράδιο. Μου χαμογέλασε και κάθε σημάδι προηγούμενης "αναστάτωσης", είχε εξαφανιστεί και αντικατασταθεί από ψυχραιμία και φιλικότητα.
"Ξάπλωσε σε παρακαλώ Μελωδία." με παρότρυνε αφήνοντας το τσάι μου στο τραπεζάκι.
-Λοιπόν, θα ήθελα αρχικά, πριν ξεκινήσω να σε μαθαίνω, να μου πεις το λόγο που σε ώθησε να πάρεις την απόφαση να με επισκεπτείς. Θέλω να ξέρεις ότι μπορείς να μου πεις οτιδήποτε σκέφτεσαι.  Όσο περισσότερα, τόσο το καλύτερο. Δεν θα σε πιέσω όμως τώρα. Πες μου, συνέβη κάτι στη ζωή σου αυτή την περίοδο;
-Ναι...ή μάλλον, όχι, όχι ακριβώς δηλαδή. Η αλήθεια είναι πως...να, είμαι καταδικασμένη.
-Καταδικασμένη σε τι; Και από ποιον;
-Από εμένα.
-Δηλαδή; Πώς θα μπορούσες να το εξηγήσεις;
-Έχω καταδικάσει τον εαυτό μου πάντοτε να δέχεται, να συμβιβάζεται, να υποχωρεί. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και να απορρίπτει αυτόματα πιθανότητες για εμένα και για τη ζωή μου. Να τις θέτει εκτός ορίων, ενώ εγώ δεν θέλησα ποτέ να έχω όρια στη σκέψη. Ή τουλάχιστον, το ελεύθερο κομμάτι μου.
-Σημειώσεις, σημειώσεις, βλέμμα-
-Χμ... Τι πιστεύεις ότι μπορεί να σε έχει οδηγήσει σε αυτό το σημείο;
-Νομίζω πως, ακόμη κι αυτή ακριβώς  τη στιγμή, ένα κομμάτι μου πιστεύει πως αυτό είναι το σωστό, το καλύτερο. Γιατί, ακόμη κι αυτήν ακριβώς τη στιγμή, ακόμη και τα δικά σου τα μάτια, μου θυμίζουν τα δικά του. Και εκείνα με παρατηρούν, με αξιολογούν συνεχώς. Κι εγώ, παλεύοντας να καταφέρω να με θαυμάσει εκείνος, ξεχνώ πως εγώ πρέπει πρώτα  να το κάνω. Είναι που... πιστεύω ότι όταν εκείνος είναι περήφανος για εμένα, είμαι κι εγώ. Είναι και που δεν μπορώ να αντέξω το αντίθετο. Είμαι δειλή. Δειλή. Και αυτή η δειλία μου στερεί το δικαίωμα να ξεπεράσω τα σύνορα και τα όρια που μου έχουν βάλει, μέχρι να φτιάξω καλύτερα. Γιατί, στην τελική, αντί να προσπαθώ να με βρω πρώτα, εγώ προσπαθώ να με φτιάξω.
-Όμως, είσαι ήδη φτιαγμένη.
-Ναι...απλά φοβάμαι μήπως χάσω τον έλεγχο, μήπως βρεθώ στην άλλη όχθη, απλά και μόνο από αντίδραση. Μα...
-Ναι;
-Μα, πιο πολύ φοβάμαι μήπως δεν το κάνω.



Πέμπτη, Οκτωβρίου 11, 2012

As time goes by

Φοβάμαι πως μια μέρα θα μ'αγαπάς μονάχα από συνήθεια
και μόνο επειδή σ'αγαπώ εγώ θα έρχεσαι κοντά μου.

Φοβάμαι πως μια μέρα θα χαμογελάς και θα προσπερνάς,
χωρίς να θυμάσαι, χωρίς να ξεχνάς.
Μια μέρα, θα πλησιάζεις να μ'αγκαλιάσεις 
μόνο αν απλώνω εγώ τα χέρια να τυλίξω το κενό.
Μια μέρα θα σε φιλώ κι απλά θα περιμένεις.

Φοβάμαι, μια μέρα θα έχει ξεχαστεί η ένταση στα μάτια σου
ακόμη κι από εμένα την ίδια
και θα ψάχνω με μανία να θυμηθώ γιατί
λέγανε κάποιοι ήμουν ξεχωριστή.
Μια μέρα, μέσα από τους άλλους αιφνιδίως θα με θυμάσαι
και θα σου λείπω μόνο από κοντά.

Θα πάψεις και να με καλείς κοντά σου,
κι όταν στέκομαι ακίνητη στη μέση της αίθουσας,
εσύ δεν θα πλησιάζεις.
Μια μέρα, όταν χορεύεις, ούτε μια στροφή δεν θα θες να με κάνεις
κι οι φίλοι δεν θα μας ζηλεύουν πια.

Φοβάμαι, όταν θα με χαιρετάς δε θα μου κρατάς πια το χέρι ως να φύγω
και τα λόγια σου ποτέ δεν θα τα χάνεις.
Θα 'μαι μια εικόνα από παλιά,
ένα γράμμα στο συρτάρι σου,
τέως αγαπημένο.

Φοβάμαι πως μια μέρα θα είσαι δίπλα μου
και δεν θα έχει καμιά διαφορά.
Δεν θα φροντίζεις να κάθεσαι που και που μακρυά μου
κι εγώ δεν θα τολμώ να ακουμπήσω το πηγούνι μου στον ώμο σου,
ούτε θα κάθομαι δίπλα στην κενή καρέκλα
για να μπορέσεις να κάτσεις πλάι μου.

Δεν θα μου γκρινιάζεις που δεν σου λέω τις σκέψεις μου,
ούτε θα μου κλείνεις το μάτι πειραχτικά.
Δεν θα χαμογελάς με τα σχόλιά μου
και δεν θα με χαζεύεις όταν παίζω.
Σε εμένα, φοβάμαι μια μέρα, δεν θα στηρίζεσαι καθόλου
και θα έχεις εμπιστοσύνη στις μνήμες σου απ' τα παλιά.

Θα με φωνάζεις με το όνομά μου ολόκληρο
και δεν θα θέλεις να είμαι λυπημένη, γιατί κανείς δεν θα έπρεπε να είναι.
Δεν θα με ρωτάς συνεχώς τι έχω
κι όταν λέω πως είμαι καλά, εσύ πάντα θα με πιστεύεις.

Μια μέρα, άμα σε αγκαλιάζω, θα με αφήνεις αμέσως να φύγω
κι αν σε προσπερνώ, δεν θα το σχολιάζεις.
Φοβάμαι πως μια μέρα δεν θα μου ψιθυρίζεις καλημέρα
κι οι εκφράσεις θα περνούν απ'το πρόσωπό σου
ίδιες με αυτές που δίνεις σ' όλους.

Δεν θα με πιάνεις ξαφνικά απ' τη μέση,
θα με ξυπνάς όπως τον καθένα
κι αν φοράω κανένα παράξενο αξεσουάρ, δεν θα το προσέχεις.
Όταν είσαι πιεσμένος θα με κοιτάς ψυχρά,
θα με κοιτάς και δεν θα βλέπεις,
θα με ακουμπάς και δεν θα νιώθεις.