Πέμπτη, Μαΐου 30, 2013

Hearbeat

-I told you.
-Told me what?
-Never trust it. Never trust my heart.
-But, why? That's the one thing you can't fake, your heartbeat. It's a mirror to your soul, just like your eyes.
-No, no, don't. Don't let it decieve you, too. It keeps on spinning and rushing blood up to my cheeks, but it ain't what it seems. It ain't what you might think. This heart's evil.
-I don't believe that. You could be evil, although I strongly doubt it, but not your feelings, not your heart rate. You can not control that.
-It controls me.
-Exactly.
-No, you don't understand! This heart... it's foulish and naive, it's scared and constantly trembling. You can never, ever, trust it. I surely can't.
-All I know is this heart is beautiful. Just like you are.
-Would you ever even say that if it hadn't you fall prey to its nests?
-Me falling has nothing to do with your heart's "motives". Even if it tried, it couldn't succed as much as it has now in making me...you know, fall.
-But, you see, that's the thing. I don't want you fallen. I want you up and strong, I want you free of me, just as I want me free of myself. And it's all her fault - for it is she, my heart- . She is an illusionist. She is all wrong. Not yet used to living, you see, she keeps on beating faster and faster. Creating the delusion of shaking thoughts. She's a monster of a sort, taking my breath away, not allowing me to sleep when I most need to. And, one last thing. No matter how hard she tries to seem out of control, do not believe her. I'm the one losing control.
-It's okay, it's okay. I'm at a loss too.
-No, you don't know. How could you anyway? I'm not- ...Nevermind. She has won again. I have been defeated. Again. And so have you, along with everyone else. Foulish heart... yet, wise.


Τρίτη, Μαΐου 28, 2013

Delay

  Η άσφαλτος έκαιγε κάτω απ' τα πέλματά της και μια ζάλη δυνάμωνε στο κεφάλι της καθώς έτρεχε παράλληλα στα, καθώς φαινόταν, επίσης βιαστικά αυτοκίνητα. Η ανάσα της ήταν πλέον κοφτή μα δεν την έπαιρνε να κόψει ταχύτητα. Όχι αν ήθελε να προλάβει τις πόρτες πριν κλείσουν. Πιάνοντας με την άκρη του ματιού της το σταθμό, έβαλε τα δυνατά της και όρμησε για την είσοδο, χτυπώντας που και που άτσαλα την τσάντα που κουβαλούσε στην πλάτη της στο συρματόπλεγμα δίπλα της. Μόνο αφού έφτασε μέσα από τις γυάλινες αυτόματες πόρτες, έδωσε στον εαυτό της το ελεύθερο να σταματήσει για να κοιτάξει το ρολόι. Παρά 3. Ξεφύσηξε. Ίσα ίσα που προλάβαινε.
  Ο σταθμός ήταν γεμάτος με κόσμο, όπως συνήθιζε άλλωστε να είναι κάθε Κυριακή. Αποπροσανατολισμένη έστριψε το σώμα της σε μια γωνία 360 μοιρών, διαβάζοντας τις ταμπέλες κάθε κατεύθυνσης. "Προς Θεσσαλονίκη...προς Θεσσαλονίκη..." μουρμούρησε στον εαυτό της σε μια προσπάθεια να συγκεντρωθεί. Φτάνοντας ξανά στην ίδια θέση, έστρεψε το κεφάλι της δεξιά και τελικά εντόπισε την πινακίδα που έψαχνε. Χωρίς δεύτερη σκέψη ξεχύθηκε προς την κατεύθυνση του βέλους. Με μεγάλο κόπο, πέρασε τους μουντούς διαδρόμους χωρίς να πέσει πάνω σε κανένα περαστικό- ακόμη κι αν κινδύνεψε να βγάλει από την πορεία του ένα παιδικό καροτσάκι. Βρίσκοντας όμως τον εαυτό της απέναντι απ' το τρένο, η στατικότητα των ανθρώπων γύρω του την έκανε να καταλάβει πως το ταξίδι της είχε υποστεί αναβολή. Για σιγουριά, πλησίασε τον πρώτο άνδρα με στολή που συνάντησε μπροστά της και ρώτησε για επιβεβαίωση. "Είσαι τυχερή φαίνεται. Σε μισή ώρα το αργότερο φεύγει."
  Ανακουφισμένη και με την αδρεναλίνη να πάλλεται στις φλέβες της, σκούπισε τον ιδρώτα απ' το πρόσωπό της και, στηρίζοντας τα χέρια της στη μέση, άφησε το λαχάνιασμά της να καλμάρει. Μερικές βαθειές εισπνοές και εκπνοές αργότερα, η καρδιά της είχε σχεδόν πιάσει φυσιολογικούς ρυθμούς. Μα δεν ήταν για πολύ. Κάπου εκεί, ενώ ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί, τη ματιά της απέσπασε μια μακρινή φιγούρα στα αριστερά της. Μελαχρινός, νεαρός, δεν θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερος από εκείνη, κάποιος που σίγουρα είχε ξαναδεί. Ακολουθώντας τον με το βλέμμα της έψαξε στη μνήμη της για κάποιο όνομα, κάποια νοερή ανάμνηση. Όταν πλέον της γύρισε την πλάτη, αποφάσισε πως κάπου τον είχε συναντήσει παλαιότερα, στο σχολείο ίσως; Και δεν την απασχόλησε περαιτέρω. Περίεργος τύπος της φάνηκε, όχι και τόσο ελκυστικός πάντως που να του ταιριάζει περισσότερος χρόνος για αναλύσεις. Έτσι, είχε προχωρήσει επιτέλους για το βαγόνι, όταν έριξε ακόμη μια κοφτή ματιά προς το μέρος του. Την είχε παρατηρήσει κι εκείνος; Αυτή την εντύπωση είχε. Περίμενε άραγε να τον αναγνωρίσει; Να χαιρετήσει ίσως;
  Τότε, ξαφνικά θυμήθηκε. Μια γνωριμία στο προαύλιο του λυκείου, συνοδευόμενη από μια κρυφή γοητεία στη σκέψη της. Θυμήθηκε, είχε σχεδόν ελπίσει στις επόμενες μέρες που θα τον έβλεπε. Είχε ελπίσει να την πλησιάσει, μιας και είχε διαβάσει ένα ενδιαφέρον στην έκφρασή του. Και το περίμενε με σιγουριά πως κάτι θα άρχιζε, επιτέλους και για εκείνη, τη μοναχική έφηβη του Πειραιά.
Έβλεπε τώρα κι αναγνώριζε την ομορφιά που είχε δει τότε. Θαύμαζε σχεδόν. Ήταν τα μάτια του. Όχι το χρώμα ή το σχήμα τους. Το βλέμμα τους. Κι ακόμη, όχι το συνηθισμένο μυστηριώδες βλέμμα που συνήθιζε να της αιχμαλωτίζει την προσοχή. Είχε κάτι διαφορετικό, ένα βάθος ίσως, μια ομορφιά ξεχωριστή.
  Ο νεαρός άνδρας φαινόταν απασχολημένος μέσα στη στολή του και εκείνη μάντεψε πως ήταν απ' τις πρώτες του βάρδιες ως υπάλληλος στο σταθμό. Με έντονα βήματα, χάθηκε πίσω από το διπλανό τρένο. Επιστρέφοντας στο περιβάλλον της, η κοπέλα συνέχισε το βήμα που είχε ξεκινήσει για να ανέβει το σκαλοπάτι του βαγονιού. Από εκεί πια έψαξε για τη μορφή του, τον περίμενε να βγει απ' την άλλη μεριά, μα δεν το έκανε. Αντίθετα, το διπλανό της τρένο ξεκίνησε, κάνοντας την εκκίνησή του αυτή αισθητή σε όλους με ένα μουγκρητό. Μαζί του έπαιρνε κι εκείνον. Τότε μόνο, ενώ έβρισκε τη θέση της, η κοπέλα ξεκίνησε αυθόρμητα να πλάθει ιστορίες, σίγουρη πως θα τον έβλεπε ξανά στα επόμενα ταξίδια της. "Here we go again" σιγοτραγούδησε μόνη της ενώ οι ρόδες του τρένου έπαιρναν μπρος. Κόλλησε το πρόσωπό της στο τζάμι, έσπρωξε τα ακουστικά της πιο βαθιά στα αυτιά της και ξεφύσηξε, αφήνοντας όμως ένα χαμόγελο να ξεγλιστρήσει στα χείλη της. Πάμε πάλι απ' την αρχή...




Κυριακή, Μαΐου 26, 2013

ψυχεδέλια


Βαραίνουν τα βλέφαρα
και τα δάχτυλα κινούνται με δυσκολία στο πληκτρολόγιο,
μα εικόνες χορεύουν στο μυαλό μου
και ψάχνω για ακόμη μια φορά να βγάλω σε αλγόριθμους τα ανυπολόγιστα.
Κι η ποίηση δεν συνεργάζεται,
αντιστέκεται και μ΄αφήνει στη σιγουριά των στεγνών λέξεων
να ξεχωρίζω τη λάμψη στο βλέμμα σου
σε αλήθεια και ομίχλη.
Μέσα σε παραισθήσεις κολυμπώ βλέπεις,
χρόνια τώρα, σχεδόν αιώνες μοιάζουν.
Κι όμως, έπιασα τα μάτια σου να φλέγονται αμυδρά στην επαφή τους με τα δικά μου.
Έπιασα το χαμόγελό σου να στραβώνει,
να αλλάζει απ' τη χαρά σε μια κάποια ευτυχία
και ένιωσα με βεβαιότητα το χτύπο της καρδιάς σου να καλπάζει στο στήθος μου.
Μα, μήπως κι ο δικός μου σώπασε καθόλου;
Καπνός και σκόνη, αυτά είναι που ξέρω.
Καπνός και σκόνη και ψευδαισθήσεις ψυχεδελικές,
απ' αυτές που σου προκαλούν πονοκέφαλο.


Μήπως με ρώτησες τι θέλω,
μήπως το ζωγράφισες διακριτικά,
ή ίσως πρέπει να περιμένω να το κάνεις;
Δεν θέλω να περιμένω,
δεν ξέρω τι θέλω,
δεν θέλω να μάθω
και δεν θέλω να σου πω.
Θέλω μονάχα να χάνομαι στην ομορφιά σου
και να μην με νοιάζει αν θα το καταλαβαίνεις.
Να μην με νοιάζει αν θα το ερμηνεύεις.
Θέλω μονάχα να μείνουμε εδώ.

Σάββατο, Μαΐου 25, 2013

Σκονισμένες αναμνήσεις (1)


Πάντοτε θα βρίσκω νέους τρόπους να σε ερωτεύομαι.
Μέσα απ΄ τη μουσική μου,
τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος στη γειτονιά μου,
φωτογραφίες κουνημένες και στραβές
και αναμνήσεις σκονισμένες,
που σφραγίστηκαν μόνο αφού αφέθηκαν να πλανηθούν ελεύθερες με κόπο.

Κάτι νύχτες μάλιστα θυμάμαι τον παλιό εκείνο κόμπο στο λαιμό,
που μου 'κλεινε την δίοδο για αέρα
και τότε, πάλι, σ'αγαπώ τόσο που ασφυκτιώ.
Κάτι νύχτες, επέτειο γιορτάζουν με τις περασμένες των εφηβικών μου χρόνων
και απ' την αρχή με φυλακίζεις χωρίς καν να φτάσω να ονειρευτώ το άγγιγμά σου.

Είναι μια ανάγκη που ξυπνά ανήσυχη τα ξημερώματα,
σε γυρεύει απεγνωσμένη,
διψασμένη για μια σταγόνα σου,
παλεύει δηλητηριασμένη απ' τη φαινομενική σου παρουσία
και δεν σηκώνει αναβολές.

Όσο κι αν λέω σε ξεπέρασα
και πέταξα από πάνω μου κάθε κουρέλι ντροπής και ενοχής,
γυμνή θα ανακαλύπτω ξανά και ξανά πως ήμουν καθαρή
και τα σημάδια απ' τα νύχια μου είναι μονάχα ενδείξεις
ενός πάθους κρυμμένου απ' τα μάτια των ξένων
-όλου του κόσμου τα μάτια
και τα δικά μου τα τυφλά.-

Κι όταν σκουριασμένες φοβίες κι ανασφάλειες καραδοκούν,
θυμάμαι πως η δική μου η αγάπη πυροδοτεί και τη δική σου
κι όσο υπάρχουμε εμείς,
υπάρχει τώρα, υπάρχει χτες.
Όσο υπάρχουμε εμείς,
οι εμείς που γνώρισα,
όλα τα γνωρίζω
ακόμη κι αν τίποτα δεν ξέρω.

Και κάπου κάπου,
σε αποχαιρετώ σαν να μην σε περιμένω πια
μα ξέρω και σε αγαπώ στο τέλος πιο πολύ.
Γιατί δεν υπάρχει άλλος,
ποτέ του δεν υπήρξε
και στο πρόσωπό σου αντικατοπτρίζεται η όλη μου συνήθεια να ζω.




Τρίτη, Μαΐου 14, 2013

Dreamers


  Φαντάσου πως ζεις σε γυάλα, μου είπε μία μέρα.
Φαντάσου πως μέσα σε μια φούσκα ζεις και μεγαλώνεις
κι όλοι γύρω, άνθρωποι δικοί σου, συγκάτοικοι.
Σου προσφέρουν μια θέση μεσ' τον κύκλο
και μιλούν για ευτυχία κι επιτυχία σα να ξέρουν,
χάνουν το νόημα και εφευρίσκουν δικό τους,
φτιαχτό, που το υπερασπίζονται μέχρι θυσίας.
Ότι είναι ό,τι γνωρίζουν,
είναι ό,τι τους έχει απομείνει για να σώσουν,
ένα μικρό κομμάτι αλήθειας,
η ηθική τους.
Μιλούν για ευτυχία και επιτυχία, σα να ξέρουν.
Αποδίδουν τιμές και πλέκουν εγκώμια
σε κείνους που βυθίζονται βαθιά μέσα στη φούσκα,
τόσο που σαπούνι γίνονται, ένα με εκείνη,
αδιαχώριστες πλέον ουσίες, ανούσιες.
Μικρές.
Φαντάσου πόσο ανούσια θα μοιάζουν όλα.
Και φαντάσου τώρα, μέσα στη φούσκα σου,
να γεννιούνται νέες,
βαριές, μα κρυμμένες καλά,
τόσο καλά που με το χρόνο τα βρίσκουν
και προλαβαίνουν κι αναπτύσσονται,
σκληραίνουν και κλείνουν κάθε χαραμάδα προς τον κόσμο.
Και ποιον κόσμο;
Εκείνο της φούσκας;
Τι είδους κόσμος είναι αυτός;
Ο δικός τους. Ο δικό μας.
Φαντάσου το.
Ό,τι έχεις για δεδομένο, να είναι μπουρμπουλήθρες.
Κι ο ουρανός πέρα από εκείνες, ένα χάος για τη φορμαρισμένη σου αντίληψη.
Φαντάσου οι αποφάσεις σου να 'ταν κενές,
τα μάτια σου κλειδωμένα προς την άσφαλτο.
Φαντάσου να 'βρισκες λάθος στην ομορφιά,
βρωμιά στο φυσικό
και αρρώστια στο τρελό.
Φαντάσου, μου είπε, τα όνειρά σου να ήταν τόσο περιορισμένα,
που να μην τολμούσαν να πλησιάσουν καν τα τοιχώματα της φούσκας.
Για φαντάσου, έξω να παίζουν μουσικές
κι εσύ να μην έχεις ιδέα τι θα πει να 'σαι απλός,
τόσο που σε σοκάρει η κάθε επαφή σου με μια απόχρωση του έξω ήλιου.
Φαντάσου να 'χανες το νόημα,
να έβαζες για στόχο μια ευτυχία δανεική
και για προβλήματα να είχες τρύπες.
    Δεν είναι και τόσο δύσκολο, είναι;


Για φαντάσου τώρα,
για φαντάσου το αντίθετο.
Σε προκαλώ.
Σε προκαλώ και σε περιμένω.


Εγώ για ελευθερία, αν θες να ξέρεις, εύχομαι τα βράδια.
Όχι εκείνη που μου προσφέρουν στο κελί μου,
μα μια δύναμη μαγική, σχεδόν ουτοπική.

Εγώ στον κόσμο των ερωτευμένων και των σουρεαλιστών ποιητών πιστεύω
και μόνος του αυτός με κρατά απ' την παραίτηση.

Εγώ στον κόσμο των ερωτευμένων και των σουρεαλιστών ποιητών πιστεύω...