Πέμπτη, Μαΐου 31, 2012

every part of you.

Μου λείπει αυτή η φωνή- η φωνή σου.
Κι όχι μονάχα αυτή, 
αλλά και εκείνοι οι τόνοι που έχανες καμιά φορά καθώς τραγουδούσες.
-Πόσο λάτρευα να τραγουδάς!
Κι οι λέξεις, εκείνες είναι που μου λείψαν πιο πολύ
και εκείνες οι στιγμές που έπιανες νότες πιο ψηλές, πειραχτικά.

Μου έλειψε να παρακολουθώ τον τρόπο που τα χέρια σου κουνάς ενώ μιλάς,
να χαζεύω το σώμα σου όταν χορεύεις,
να σε κοιτώ να κάνεις νάζια μπροστά στο φακό και να γελάω.
Κι εκείνες οι αγκαλιές, τα χαμόγελα, οι κρυφές μας συζητήσεις με τα μάτια,
πόσο μου έλειψαν!

Μου έλειψε το όνομά σου να αναβοσβήνει στο κινητό στα μέσα της βδομάδας,
η αγωνία πριν σε συναντήσω, η αντίστροφη  μέτρηση σε μέρες, ώρες, λεπτά...
Η ευτυχία του να σε νιώθω για πρώτη φορά σταθερή και πιο κοντά από ποτέ.
Η ανάγκη μου να σου μιλήσω για να μπορέσω τις επόμενες μέρες μου να αντέξω
και το πώς από την τρελή χαρά σιγά σιγά έπεφτα στην κατάθλιψη,
ακριβώς τη στιγμή που θα σε 'βλεπα ξανά, για να αρχίσει ο κύκλος απ' την αρχή.

Μου έλειψε να αναλύω την κάθε σου περίεργη κίνηση,
να γελάω μόνη σπίτι μπροστά στις αναμνήσεις μας,
να καθυστερώ όσο μπορώ για να μην σε αποχωριστώ
και απομονωμένο να κρατώ ό,τι δικό σου καταλάθος παίρνω,
μήπως και τη μυρωδιά σου χάσει.

Μου έλειψε να περπατώ στο δρόμο, κοντά στο δικό σου το στενό
και να χαμογελάω, ελπίζοντας μήπως σε πετύχω τυχαία στον γυρισμό.
Μου έλειψε να σχολιάζω τις φωτογραφίες που βγαίναμε μαζί
κι εγώ πάντα να μου φαίνομαι άσχημη και πάντα να τις εκτυπώνω.

Να νιώθω ξεχωριστή κοντά σου,
τυχερή που είσαι τόσο μεγάλο κομμάτι της ζωής μου
και κάθε που ΄μαι αφηρημένη και σε θυμάμαι
να μπορώ απλά να χαμογελώ...
μου έλειψε.


Πλέον,
μονάχα γράμματα και χαρακτήρες ψηφιακοί μείνανε
και οι φωτογραφίες γίνανε υποκατάστατο κάθε κίνησης και χαμογέλου.
Με τα μάτια δεν συζητάμε τώρα,
μονάχα ανταλλάζουμε μερικές φράσεις που και που,
ξερές μπροστά στην έλλειψη της χροιάς σου.
Δεν σε βλέπω και σε ταξίδια μόνο μπορώ να ελπίζω
να σε συναντήσω για μερικές ώρες
που θα παλέψουν να καλύψουν το κενό.
Τώρα, το στενό σου δεν είναι δικό σου,
είναι ξένο- κι εγώ δεν περνώ από μπροστά του καν,
κι ακόμη κι αν το κάνω,  
τίποτα δεν είναι πέρα από ένα κομμάτι ασφάλτου που χάνεται στο σκοτάδι.
Τώρα, η θύμησή σου είναι πόνος και χαρά,
ένα πελώριο γιατί κι ένα τεράστιο σ'αγαπώ.

Τρίτη, Μαΐου 15, 2012

Chapter 1.

  Την πρώτη εκείνη φορά που την είχε γνωρίσει ήταν μόνη, ανάμεσα σε πολύ κόσμο. Είχε καθίσει στην άκρη, σε ένα άδειο παγκάκι, και φαινόταν σαν να ήταν πάντα σε κίνδυνο να πέσει. Φορούσε ένα τζιν πατελόνι, σκούρο και φαρδύ όσο και η μπλούζα της, ριχτή πάνω στο σώμα της, να κρύβει ό,τι μπορεί να έμοιαζε σε εκείνη άσχημο πάνω της. Τα μαλλιά της φαίνονταν λιγάκι αχτένιστα, σε μια απόχρωση του καστανόξανθου, με μια διακριτική τουφίτσα πίσω στο σβέρκο βαμμένη μπλε. Στο κάθε της αυτί φορούσε από ένα ακουστικό και το πιάνο έφτανε ως και το μέρος του, αν και λιγάκι πιο μουντό και θολό από την κανονική μελωδία. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο πάτωμα, παρακολουθώντας τα πόδια της να παίζουν με τα πεταμένα πετραδάκια στο δρόμο και τα χέρια της κρυμμένα μεσ' τις τσέπες της μαύρης της ζακέτας έτσι που ίσα ίσα φαίνονταν τα χρωματιστά της βραχιόλια, από τα οποία περίσσευε ένα μικρό κίτρινο αστέρι, απ' εκείνα που κολλούν στους τοίχους για να φωτίζουν στο σκοτάδι. Στο πρόσωπό της είχε μια μελαγχολία και έμοιαζε βαθιά θαμμένη στις σκέψεις της. Την παρατηρούσε πολύ ώρα, χωρίς να το καταλάβει, ώσπου σήκωσε τα μάτια της, του ανταπέδωσε το βλέμμα για μια στιγμή, κοίταξε αμήχανα το ρολόι, χαμήλωσε ξανά τα μάτια και χαμογέλασε.

A beautiful lie

Τα μάτια μου καίνε
μα, ευτυχώς, κόκκινα δεν είναι πια πολύ.
Τα σημάδια κάθε βάρους είναι μονάχα μέσα μου, ασήκωτα
και, ευτυχώς, κρυμμένα μακρυά από ανεπιθύμητες ερωτήσεις.

Δεν ξέρω αν γράφω για να ελαφρύνω,
για να αναλύσω ή να απλουστεύσω,
ξέρω μονάχα πως είναι μιαν ανάγκη πλέον, ζωτικής σημασίας,
μια βόμβα που μετρά αντίστροφα ως να πιάσω το μολύβι.

Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω και τι λέξεις να βάλω,
αφού κανένας συνδυασμός δεν μπορεί αυτή την στιγμή να περιγράψει
το πελώριο χαστούκι που με χτύπησε στο πρόσωπο
και το ένα σκοτάδι που διαδέχθηκε το άλλο.

Ίσως να φταίει που δεν ξέρω ούτε και τι πιστεύω πια,
τι νιώθω, την γνώμη μου δεν την ξέρω.
Μπορεί να 'ναι πολύ νωρίς για να μάθω,
όπως ήταν λέγανε κι εκείνες οι εικόνες
που ζωγραφίστηκαν στο κεφάλι μου σήμερα ξαφνικά
και τώρα που ξέρω εκείνες,
όλα τ'άλλα τα 'χασα και τίποτα δεν ξέρω.

Προδοσία, λογική, αποφάσεις, ουδετερότητα, αλλαγές,
πώς θα 'πρεπε και πώς στ' αλήθεια θα μπορέσεις να αντιδράσεις;
Βλέπεις, μέσα στο χάος, στην ομίχλη μου είχα βολευτεί
και τώρα πολύ ξαφνικά μπήκε το φως μπροστά στα μάτια μου,
απροετοίμαστη με βρήκε και, λες και με 'κανε ολότελα τυφλή.

Σα σε δυο κομμάτια να χωρίστηκε η ψυχή,
κάποιος της ζητά να διαλέξει μονάχα το ένα για να συνεχίσει
κι εκείνη να ζαλίζεται απ' τα χρώματα και τις φωνές
και μια να βλέπει μαύρα και μια άσπρα.

Μια αίσθηση παραίτησης, να παλεύει με τις άλλες δύο,
εκείνη που άμα πίσω την αφήσω με λέξεις με χτυπά
και την άλλη που μακρυά της διαφορετική νιώθω και μια ανάγκη με αδειάζει.

Δυο κόσμοι έλεγα, να που τώρα οι κόσμοι γίναν περισσότεροι,
πέρα από εκείνον του παρόντος και του παρελθόντος
και που και πάλι και σε αυτούς παράλληλα θα πρέπει να ζω.

Κυριακή, Μαΐου 13, 2012

inevitable

Περπατούσε χαμένη στους συνειρμούς της,
μπερδεμένη, φοβισμένη για το τι θα ακολουθούσε.
Μέσα στις πληγωμένες σκέψεις της
ευχόταν να θύμωνε, να ούρλιαζε,
μόνο και μόνο για να απαλλασσόταν απ' εκείνο το τεράστιο βάρος,
μόνο και μόνο για να μπορούσε τι πιστεύει να καταλάβει
και πώς θα αντιδρούσε να προβλέψει.
Μα, τελικά, τη στιγμή που για πρώτη φορά η φωνή του ακούστηκε,
όλα γύρω καθάρισαν και διαφορετικά κατάφερε να δει ξανά.
Αυτή η πλευρά της που πάλευε να την πείσει
ότι κάποια πράγματα ποτέ δεν γίνεται ν'αλλάξουν,
που την έσπρωχνε να τρέξει στην αγκαλιά του
και που πάλευε με εκείνο το κομμάτι που την έσερνε μακρυά,
της έστρεφε τα μάτια αλλού
κι αμφισβητούσε συναισθήματα και σκέψεις,
είχε νικήσει.
Δεν ήταν δυνατόν να αλλάξει σημασία,
δεν ήταν δυνατόν να απομακρυνθεί
και ο χρόνος που νόμιζε πως χρειαζόταν μακρυά του
άρχισε και πάλι να της τσούζει τις πληγές και τα κενά.
Γιατί, πέρα απ' όλα,
τον αγαπούσε για αυτό ακριβώς που ήταν,
τόσο που δεν άλλαζε,
ακόμη κι αν κάποια κομμάτια του τα μάτια της έκαναν να πονούν
και αν θα τα καταδίκαζε δεν μπορούσε να αποφασίσει.

Πέμπτη, Μαΐου 03, 2012

Σημάδια


Τα μάτια του έλιωναν κάθε φορά που συναντούσαν τα δικά της.
Η φωνή του, αν και τόσο σιγανή ήταν,
κουβαλούσε μια ειλικρίνεια και μια τρυφερότητα που φώναζαν δυνατά.
Τα λόγια του, ακόμη κι εκείνα τα βεβιασμένα,
που τα σταματούσε στη μέση καθώς δεν ήθελε πολλά να φανερώσει, έφταναν.
Έφταναν, ήταν αρκετά, γιατί η έκφραση του προσώπου του
μαρτυρούσε συναισθήματα κρυφά και η αντίδρασή του
κάθε φορά που ακουγόταν το όνομά της, τον πρόδιδε.
Ο θυμός του υψωνόταν σε κάθε λέξη που την υποτιμούσε,
η έκπληξη φούντωνε στην απερίγραπτη τυφλότητά της.
Ποτέ του δε θα την πλήγωνε, στο πρόσωπό του
φαινόταν σα να διαγραφόταν ο πόνος ακόμη και στη σκέψη.
Κι ακόμη, αυτά μονάχα δεν ήταν, γιατί δεν ήταν απλώς κάποιος.
Ήταν εκείνος.
Και για αυτόν δεν ήταν κάποια.
Ήταν εκείνη  -κι ήταν τόσο κοντά και τόσο απίστευτα μακρυά.

Έτσι σ'αγαπάμε


Δεν είναι επιλογή η απόσταση,
ούτε κι η σιωπή είναι επιλογή,
κι εκείνο το κενό, καθόλου επιλογή δεν είναι.

Βλέπεις, εκείνος που λένε θα πρεπε να μ' αγαπά,
φαίνεται πως δεν το κάνει σωστά.
Τίποτα άλλο δεν φταίει,
μόνο που δεν δέχεται να παραδεχθεί
πως κάποια πράγματα για πάντα ίδια θα μένουν.

Πως οι άλλοι με έχουν συνηθίσει
και πως έτσι με έχουν δεχθεί και μάθει,
για αυτόν δεν είναι αρκετά
αφού πάντοτε θα 'μαι ο μικρός εκείνος
που πουθενά και με κανέναν δεν ταιριάζει
και οι άλλοι θα πρέπει να αλλάζουν,
μακρυά απ' τη μοναξιά να τον κρατούν.

Εκείνος που στην γωνία του θα εύχεται για 'κεινο το μανδύα,
το μαγικό, που στα αγαπημένα του βιβλία έκανε τους ανθρώπους αόρατους
και που θα 'θελε άλλος να ήταν, πιο αστείος και πιο διασκεδαστικός.
Εκείνος που παλεύει να εξηγήσει πώς οι άλλοι δεν είναι το πρόβλημα,
αλλά αυτό το παιδί,
που τον έλεγχο δεν μπορεί να αφήσει
και τρομάζει μήπως κατά λάθος το κενό που κρύβεται μέσα φανερώσει.

Εκείνος που πάλι θα απέχει,
που να γελάσει σαν τους άλλους δεν θα μπορεί
και που να κάνει εκείνους να γελάσουν ποτέ δεν θα του βγει.
Εκείνος που για πράγματα ξένα δεν του μιλούν
και την έκφρασή του με ντροπή να παρακολουθούν,
γιατί σαν κι εκείνους ποτέ δεν ήταν
κι ούτε φαίνεται θα είναι.

Κι αν ποτέ λίγο παραπάνω φωνάξει
ή άμα τύχει να χορέψει,
τα μάτια γύρω καρφώνονται
και παράξενο σε όλους μοιάζει.

Εκείνος.
Που τον κόσμο αποφεύγει
γιατί μαζί του δεν ξέρει πώς να κινείται,
πώς να μιλά και πώς να χαμογελά.

Εκείνος.
Ο αδιάφορος, ο ξενέρωτος,
που οι άλλοι τον αγαπούν για αυτό που είναι,
ένας αδιάφορος, ξενέρωτος.

Δεν είναι επιλογή η απόσταση,
ούτε κι η σιωπή είναι επιλογή,
κι εκείνο το κενό, να είσαι σίγουρος,
καθόλου επιλογή δεν είναι.