Παρασκευή, Ιουλίου 27, 2012

Broken

"Cause I’m broken when I'm open 
And I don’t feel like I am strong enough
'Cause I'm broken when I'm lonesome 
And I don’t feel right when you’re gone away..."


Παράξενο, δεν είναι;
Να πέφτεις την πιο απρόσμενη στιγμή,
όταν τίποτα δεν πάει στ'αλήθεια στραβά,
μα τίποτα δεν είναι και σωστά.
Τρέχοντας να φτάσεις το χρόνο που τρέχει,
κάτι σε παγώνει πίσω και σε κανέναν λογαριασμό δεν δίνει,
δεν αφήνει ίχνη και σε χτυπά κατακέφαλα,
από το πουθενά σχεδόν, εν ψυχρώ.
Σκιές το παρελθόν, σκιές και το μέλλον, ακόμη πιο θολές.
Και το παρόν;
Σκιά και το παρόν, μέσα στην ομίχλη του τώρα να το ψάχνεις,
μια να το βρίσκεις, μια να το χάνεις
και τον εαυτό σου που και που με το σκοτάδι να μπερδεύεις,
κρυφός κι απόμακρος σαν κι εκείνο- ένα μυστήριο, κι εκείνο.
Μέρες περνούν, δικές σου μέρες,
περνάς κι εσύ, ίσα ίσα που τις ακουμπάς.
Με τα ακουστικά στ'αυτιά τον κόσμο σου για την ώρα θα φτιάξεις,
γιατί χωρίς τη μουσική το μυαλό σου παίρνει στροφές περίεργες,
παράτολμες, παράδοξες, που σε αναβολή στο τέλος μπαίνουν
Οι ώρες πιέζουν, σε σπρώχνουν μακρυά
και βάζεις τα δυνατά σου να σπρώξεις πίσω,
να μην χαθείς, μην γίνεις σκόνη στα αποκαΐδια του καλοκαιριού.
Τώρα λένε, σιγά σιγά φτάνουν τα δύσκολα,
μα δε τους πιστεύω, τα δύσκολα εγώ διαλέγω ποιά θα κάνω
κι ίσως να μην θέλω τελικά να ακολουθήσω το σχέδιο τους.
Ίσως, τι θέλω, ποιό σχέδιο, δεν ξέρω, μην ρωτάτε, δεν ξέρω...



Δευτέρα, Ιουλίου 16, 2012

My Safe Place

  Την πρώτη φορά που πάτησα το πόδι μου μέσα απ' εκείνη τη σκουριασμένη καγκελόπορτα γύρισα πίσω ερωτευμένη. Με το μέρος, τους ανθρώπους και, κυρίως, την ατμόσφαιρα ανάμεσά τους και τα λαμπερά τους χαμόγελα. Μήνες και μήνες στο μυαλό μου έπαιζε σα σε replay εκείνη η σκηνή μπροστά από την πάνω αίθουσα, όπου ένα χέρι ξένο έσφιξε το δικό μου και με καλωσόρισε. 
  Προχωρώντας στην αυλή με το κιτρινωπό πλακάκι όπου τόσες και τόσες φορές είχα πατήσει μπαίνοντας στη σειρά ή στον κύκλο, παίζοντας σκυταλοδρομικά παιχνίδια, μεταφέροντας έπιπλα, συζητώντας για το παρόν και μέλλον, περνώντας βιαστικά για να φτάσω σε ζεστές αγκαλιές, καθισμένη στο τοιχάκι που ξεφλουδίζει για να πάρω μια ανάσα απ' το γέλιο, το κλάμα, την κούραση ή φεύγοντας βιαστικά συγκινημένη, τώρα πια ξέρω πως εκείνο το πάτωμα, σε λιγάκι θα αρχίσει να τρίζει. Άνθρωποι κι άνθρωποι πάτησαν σ' εκείνη την αυλή, που απ' τα κάγκελα γύρω της -που χρώμα άλλαζαν κάθε χρόνο- συνεχώς έφευγε η μπάλα ή τα δέντρα του δίπλα κτηρίου πέφταν στα κεφάλια μας, και κάποιοι απ' εκείνους στο νέο μας σπίτι δεν θα ξανάρθουν, και κανένας χώρος δεν θα υπάρχει πλέον να τους φαντάζομαι να κάθονται και να βγάζουν φωτογραφίες, καμιά γωνιά να τους βλέπω στο μυαλό μου να χαμογελούν ή να προσπαθούν να συγκρατήσουν τα δάκρυα.
  Μα δεν είναι ώρα τώρα να σκέφτομαι έτσι, οπότε συνεχίζω να προχωρώ. Στα δεξιά είναι το πρώτο δωμάτιο που αγάπησα. Πάντοτε λιγάκι στραβό ήτανε κι ακόμη κι όταν άλλαξαν τα χρώματα και τα έπιπλα, ακόμη κάπως παράξενο φαινόταν. Κάθε του σπιθαμή είναι λες και είναι από μόνη της μια ανάμνηση, μια γλυκιά μελωδία ενός τραγουδιού, η μυρωδιά της καμένης καραμέλας από τις μαγειρικές μας απόπειρες, η μπογιά που έπεσε στο πάτωμα και δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να το αποχωριστεί ό,τι κι αν κάναμε εμείς για να τα χωρίσουμε, η αίσθηση της ξεχασμένης πρόκας πάνω στο ξύλο που έχει διακοσμηθεί με κάθε τρόπο, η εναλλαγή χρωμάτων, μπλε, πρασινο, πορτοκαλι, γαλαζιο, σε κάθε γωνιά του δωματίου όπου οι πάγκοι τους ίσα ίσα χωρούν και τα παράθυρα πάνω απ' αυτούς πατζούρια δεν έχουν και συχνά πυκνά καλύβονταν με χαρτόνια για να κρύψουν μέσα εκπλήξεις, μικρόφωνα, μεταμφιέσεις... Ένα δωμάτιο που όπου κι αν κοιτάξεις, κάποιον, κάτι, θα θυμηθείς και κάπως, για κάποιο λόγο, θα συγκινηθείς. Μέσα του τόσα χρόνια κουβάλησε όνειρα, παιχνίδια, ιστορίες, συναισθήματα, γνωριμίες, αντίο, εκπλήξεις, καλωσορίσματα, γενέθλια, απρόσμενες επιστροφές, δουλειά, τεμπελιά, προσπάθεια, γκρίνιες, ξεκαρδιστικά γέλια, πνιχτές φωνές, ψιθύρους, κλάματα, αγκαλιές, φιλιά, βλέμματα, μυστικά, ήρωες, μουσικές... Θα γυμνωθεί όμως σε λιγάκι από φωτογραφίες και ζωή και, ίσως, ολόκληρο κάτω να πέσει.
  Βγαίνοντας έξω και κλείνοντας πίσω μου την άσπρη πόρτα, που κάποτε πάλευα να καθαρίσω με ένα παλιό σφουγγάρι ενώ έτρεχαν στο πάτωμα τα νερά, είναι η σκάλα. Η σκάλα.... Πόσους έχω συναντήσει εκεί μπαίνοντας μέσα, πόσους έχω αποχαιρετήσει και γυρίσει την πλάτη να φύγω. Τι όμορφα λόγια έχω ακούσει καθισμένη, σχεδόν κουλουριασμένη, αγκαλιά, μαζί με άτομα αγαπημένα. Σε εκείνα τα σκαλιά, τόσες φορές έχω κάτσει, για να ξεκουραστώ μετά από διήμερες εξορμήσεις, για να συζητήσω όταν η ζέστη μέσα ήταν αποπνικτική, για να περιμένω την ώρα να περάσει ώσπου να ανοίξουν οι πόρτες και εκείνους που μου 'χαν λείψει να δω, για να φάω στα γρήγορα, να χρησιμοποιήσω τη φαντασία μου σε ζωγραφιές πάνω σε έπιπλα ή προγράμματα και παιχνίδια. Ακόμη και την σκάλα, την έχω λατρέψει και πίστεψα στ' αλήθεια, πως πάντα εκεί θα ήταν, να ανεβαίνω δυο-δυο τα σκαλιά της όταν μήνες θα έκανα να γυρίσω, μεγαλύτερη πλέον,  από πόλεις μακρινές. Κατεβαίνοντας ξέρω πως τρεις λέξεις, ξενικές, θα έρθουν στο μυαλό μου για να με σταματήσουν πάλι.
  Τέσσερις πόρτες πάνω βρίσκονται στη σειρά, μια, η πιο μακρινή, απέναντί μου. Σαν μπαλκονάκι μοιάζει όλο μαζί, με τα ξύλινα κάγκελα, που πάνω τους στηρίχτηκα ενώ πειραχτικά σχόλια προκαλούσαν συνεχώς το χαμόγελό μου, ή ανήσυχα μάτια έψαχναν να βρουν την αιτία της απώλειάς του και που τα χαμηλότερα απ' αυτά, αν τα πιέσεις πολύ, πέφτουν. Τραπέζια, καρέκλες, πάγκους, φαγητά, υλικά για τα ταξίδια μας στη θάλασσα έχουμε ακουμπήσει και μέχρι και καντάδες έχουμε κάνει, αρκετές φορές μάλιστα, ως ότου τα γέλια να σταματήσουν να διακόπτουν το πλάνο μας και ο σκηνοθέτης πίσω από την κάμερα να φωνάξει το CUT!!
  Επάνω, η πρώτη πόρτα οδηγεί στην αίθουσα που πρώτη κοίταξα όταν άρχισα το μέρος να γνωρίζω, που μέσα της διάφορες ανακοινώσεις άκουσα, ακόμη και δώρα κρυφά πήρα ή συζητήσεις εμπιστευτικές έκανα. Πρότυπα και μη, μέσα σύχναζαν και καμιά φορά την πόρτα δειλά χτύπαγα, καμιά φορά με την καρδιά να χτυπά δυνατά, για να δω ξανά πρόσωπα αναντικατάστατα.
  Λιγάκι μόνο πιο πέρα, τη δεύτερη αίθουσα,, με τις ζωγραφιές ηρώων παιδικών παραμυθιών στους τοίχους, πολύ δεν έχω ζήσει. Μονάχα κάτι λίγες εκδηλώσεις θυμάμαι, όταν μαζί με την διπλανή της είχαν ενωθεί, που μου προκάλεσαν μεγάλη ανησυχία ή και φόβο ή μου 'δώσαν την ευκαιρία να εκφράσω ευχαριστίες και αγάπη. Και κάτι μεταμφιέσεις, κάτι χρώματα και κάτι χαρτιά θυμάμαι, που πήγαν σε μιμήσεις, αφίσες, ζωγραφιές... Και κάτι άτομα, χαμογελαστά και με μια αγκαλιά πιο ζεστή από καλοκαίρι. Κάτι συνδέσεις σε κοντάρια κάτω από τα φλας της μηχανής και κάτι παράξενες φωτογραφίες που τότε τόσο μ' αρέσαν και τώρα τόσο φαίνεται να πονάν.
  Η τρίτη πόρτα, ένα δωμάτιο που αρκετά άλλαξε τώρα τελευταία, από υλικά και πάγκους παλιούς, να φιλοξενεί τελικά ένα τραπέζι στρογγυλό, με κάτι γράμματα και κάτι εικόνες ξεχασμένες, δίπλα από τα παράταιρα σωσίβια για τις βάρκες μας, που πριν κάτι χρόνια, να περνούσες ανάμεσα από εμπόδια έπρεπε για να τα βάλεις και πάλι πίσω στη θέση τους. Πειράγματα, χαμόγελα, γκριμάτσες...ξανά, και κάτι παράπονα γλυκά, να ηχούν.
  Το τελευταίο δωμάτιο στη σειρά είναι το καινούριο μου στέκι. Στον τοίχο προσπάθειες για graffiti, στο τραπέζι ξεχασμένα πλαστικά ποτηράκια και ένα γραφείο γεμάτο μολυβοθήκες με στυλό και μαρκαδόρους, μισοί απ' τους οποίους γράφουν. Ένας χρόνος μέσα στο δωμάτιο αυτό και πρόσωπα ανθρώπων που πολύ λάτρεψα σε εκείνο το διάστημα υπάρχουν σαν σκιές γύρω. Ταινίες, παιχνίδια, συμβούλια, τραγούδια, αξιολογήσεις, παραστάσεις, χοροί... Εκεί που κάποτε μπήκα διστακτικά, με δυσκολία κρατώντας τη μελαγχολία μου, τώρα είναι κι εκείνο δικό μου. Και ό,τι κι αν γίνει, για πάντα δικό μου θα είναι.
  Μια μονάχα από πάνω πόρτα έμεινε, η αποθήκη, που κομμάτι από το ταβάνι της είχε ξηλωθεί, που μια φορά το χρόνο γεμίζει ως το ύψος μου με πράγματα και για αν περάσεις ως μέσα χρειάζεσαι μερικές τεχνικές κασκαντέρ και για να αποφασίσεις που να ψάξεις πρώτα για τα κατσαβίδια, βγάζεις νουμεράκια και διαλέγεις στην τύχη, μέχρι φυσικά να φτιαχτεί και πάλι, έτοιμη και τακτοποιημένη για το νέο χρόνο, για να ανακατευτεί ξανά μετά το τέλος των κατασκηνώσεων.
  Άλλη μια σκάλα από δίπλα θα με βγάλει ξανά στην αυλή, μπροστά από την πόρτα της τουαλέτας- πόρτα που το κοκκίνισμα και τα δάκρυά μου προσπάθησε να κρατήσει κρυφά και που άλλοτε έπρεπε να μπεις με φακό γιατί το φως είχε χαλάσει ή, μονάχα για τον καθρέπτη έμπαινες αφού το νερό είχε στερέψει.
  Με βαριά βήματα φεύγω αυτή τη φορά από εδώ, και βγαίνοντας έξω, σε εκείνο το στενάκι δίπλα στις ταβέρνες τόσο κοντά στη θάλασσα, με το κυκλικό παγκάκι που συχνά μ' άρεσε να αράζω,  βλέπω το πεζοδρόμιο κενό, χωρίς το χαρακτηριστικό μηχανάκι που κάποτε μου έδινε χαρά, το γκρίζο ή το κόκκινο αυτοκίνητο, με τις πεταλούδες από πίσω. Το λουκέτο στην πόρτα είναι κλειστό. Το σήμα από πάνω της τρεμοσβήνει, περιμένει να σβήσει, να πέσει. Κι εγώ, στέλνω ένα φιλί προς το μέρος του δεύτερου σπιτιού μου και υπόσχομαι στον εαυτό μου ότι όλα καλά θα πάνε. Γιατί ό,τι κι αν απογίνει εκείνο, φτάνει να είναι εκείνοι εκεί, όπου κι αν είναι αυτό το 'εκεί', και όλα, στ' αλήθεια, καλά θα πάνε...

Παρασκευή, Ιουλίου 13, 2012

Special thanks



Τόσες νύχτες είχε περάσει μπροστά από τον καθρέπτη,
να καταριέται, να κλαίει και να φωνάζει στην κάθε της σκέψη
κι είχε καταφέρει τελικά, με αναμνήσεις αγκαλιά,
να κοιταχτεί ξανά, και κάτι όμορφο να δει, στ' αλήθεια.
Ποτέ της, καμιά άλλη στιγμή δεν θυμόταν
που εκείνη κι ο εαυτός της να ήταν πιο αγαπημένοι
απ' όταν εκείνες οι μορφές, οι υπέροχες, της μιλούσαν
και την άφηναν, μέσα από τα μάτια τους,
να δει κάποια άλλη, με πραγματική αξία και σημασία.
Ήξερε βέβαια, πίσω από την χαμηλή της φωνή
και πέρα από τα μισόκλειστά της μάτια,
δεν μπορούσαν οι σκέψεις της να δραπετεύσουν
κι έτσι ήθελε λίγα από τα συναισθήματά της να μοιράσει,
σαν φυλλάδια για πανηγύρι γιορτινό,
ώστε, αν κανένας τους, αρκετά αφελής ήταν
για να σκεφτεί πως κανένα χάρισμα δεν είχε
ή τίποτα αληθινά σωστά δεν έκανε,
να μπορέσει για λίγο να νιώσει την δύναμη
που από εκείνους έπαιρνε,
απλά και μόνο από την ύπαρξή τους κοντά της.


Αφού ήταν ξεχωριστή για αυτούς,
κάτι παραπάνω θα έβλεπαν σε εκείνη, σωστά;

Κ

Ένιωθε μέσα της πως είχε κλειδωθεί
και αν η πίεση άξιζε τον κόπο που και που αναρωτιόταν.
Στις σκέψεις της είχε θέσει κανόνες,
με τιμωρία όσο αυστηρή όσο η μοναξιά και ο πόνος της.
Τα όριά της δεν έπρεπε να περνά,
μα τον εαυτό της είχε πείσει πως τα σύνορα καν δεν υπήρχαν,
ενώ άλλο τίποτα δεν είχε να κρύψει μέσα της.
Κι όσο έβραζε μέσα της αγάπη,
σε άλλες μορφές τη μετέφραζε κι έλεγε
"τόσο ξεχωριστός είναι εκείνος, που τόσο ξεχωριστά νιώθω",
μέχρι που 'ρθαν στιγμές που τρόμαξε πολύ.

Φοβήθηκε.

Φοβήθηκε πολύ ότι τον έλεγχο έχανε 
και ο τοίχος που είχε στήσει μπροστά του διαλυόταν.
Κι όσο ήξερε πως άλλος τον γκρέμιζε κι όχι εκείνος,
τόσο μεγάλωνε ο τρόμος.
Γιατί, εκείνη, μονάχα εκείνη, ήξερε σε τι νήμα κρεμόταν τόσο καιρό
και πόσο θα τη μισούσε αν εκείνο άφηνε να σπάσει.
Γιατί, πάντοτε βαθιά μέσα της, περίμενε,
το άπιαστο, το αδύνατο όνειρο
και δεν το παραδεχόταν σε κανέναν
και κυρίως στον εαυτό της.
Μα αν το άπιαστο της το έφερνε το μυαλό της πιο κοντά,
το 'ξερε, φοβόταν, θα γλιστρούσε,
τον έλεγχο, τον εαυτό της
και πάνω απ' όλα, εκείνον θα έχανε.
Κι ευχόταν τότε, 
όσο εκείνος ελπίδα της ακάλεστος γινόταν,
αν ποτέ άφηνε τις εικόνες που πολεμούσε,
στο μυαλό της να απλωθούν,
ελεύθερη να μπορούσε, έστω για εκείνη,
να τον αγαπά.


Ζυγαριά...


Τόση θλίψη, τόση αμφιβολία
για αυτή τη ακατανόητη σημασία
και για την αγάπη λόγος κανείς,
μονάχα για τη μορφή και τη δύναμη αυτής

Συνεχώς να ψάχνουμε ποιος την ισορροπία σπάει,
ποιος πιο πολύ αγαπά και ποιος για πάντα θα το κάνει,
ποιος αλλάζει και ποιος ξεχνά
και ποιος ωστόσο τίποτα πίσω δεν πετά

Κι αν αξίζει άραγε σε ένα ψέμα να πιστέψεις,
παρά μέρα τη μέρα την καρδιά σου να καταστρέψεις,
για ένα συναίσθημα βαρύ κι αληθινό
που δεν του φτάνει να 'χει απέναντί του ένα μισό

Όταν πάλι σα σε καθρέπτη η αγάπη σου αντικατοπτρισθεί,
ο φόβος έρχεται για να σε εκδικηθεί
και κάθε σου στιγμή μια σκιά βάζει να την φρουρεί
για να την κάνει να μοιάζει με τελική

Κι αν πάλι αξίζει να το περνάς όλο αυτό ξανά,
ποιος μπόρεσε να το πολεμήσει αληθινά
όταν τις άμυνές του είχαν τρυπήσει,
ή βαθιά θαμμένος στην ανασφάλεια είχε ξυπνήσει;

Μα, τα συναισθήματα με τις σκέψεις χτίζουν ιστό
και το χρόνο τον κάνουν άλλοτε φίλο κι άλλοτε εχθρό
χωρίς ποτέ να ξέρεις ποιο απ' τα δυο, μέχρι να τελειώσει
και τις αναμνήσεις στο παρελθόν σου να παγώσει

Αρκεί στο τέλος να μάθεις και να θυμάσαι,
πως μόνος σου ποτέ δεν θα 'σαι
γιατί μια φορά αν σ'αγάπησαν πολύ,
για πάντα μπορεί εκείνο να κρατήσει στην ψυχή

Σάββατο, Ιουλίου 07, 2012

Κοιτάς μακρυά μα δε μου λες τι βλέπεις..



Τα μαλλιά της, ξανθά, λάμπουν μεσ' το σκοτάδι
και ανεμίζουν ρυθμικά με τις σπασμωδικές κινήσεις των χεριών της.
Η μελωδική φωνή της έχει πιάσει νέους τόνους, πιο βαρείς
και τα λόγια της μπερδεύονται με αναπνοές και τρέμουλα.
Τα μάτια της μάχεται να κρατήσει να μην δακρύσουν
και τα έχει καρφωμένα μπροστά,
ενώ η απόγνωση την κάνει να χάνει τα λόγια της.
Φωνάζει πλέον και μπροστά στα συναισθήματα που νιώθει
και τις λέξεις που της πετούν στο στήθος,
κάθε σκοπός και χαρά σβήνει,
μένει μόνο κλάμα, κλάμα, κλάμα.

Ο δικός μας ο χορός


Είναι λες και με βήματα μουσικά, μπρος-πίσω,
πλάθουμε τη σχέση μας,
μια να προχωράς μπροστά και να σ'ακολουθώ,
μια να έρχομαι κοντά σου,
κι εσύ να τρομάζεις και μακρυά μου να τραβιέσαι,
μέχρι να μας φέρει και πάλι ο χορός κοντά
και να περιμένω τη δική σου πλέον κίνηση να με καθοδηγήσει.


Κι όταν πάλι πίσω μόνος κάνεις,
τα βήματά μου γίνονται βαριά
και να αποφασίσω αν θα τρέξω ή αν θα μείνω δεν μπορώ,
όσο η ανάγκη με τον φόβο μου παλεύουν.


Μα όταν κι οι δυο,
σαν σκηνοθετημένοι μετά από πρόβες πολλές,
μαζί κινήσουμε μπροστά και τα παπούτσια μας ακουμπήσουν,
μ' αγκαλιάζεις πιο σφιχτά
και με φιγούρες στον αέρα με πετάς
αφήνοντάς με να στριφογυρίζω στην πίστα ώρες ολόκληρες,
μόνη-  μα και μαζί σου.

Παρασκευή, Ιουλίου 06, 2012

Αστεράτη



Το έχεις αισθανθεί;
Εκείνο το συναίσθημα που νιώθεις να σε γεμίζει ως το λαιμό
και που μέσα από τα χείλη σου καθώς βγαίνει σαν ανάσα,
σα να σε πνίγει λιγάκι,
μα είναι τόσο αποπνικτικό όσο και γλυκό
και από το στήθος σου τη καρδιά σου φουσκώνει,
την κάνει να χτυπά πιο γρήγορα
και με περισσότερο νόημα


Κι όσο οι λέξεις είναι λίγες,
οι σκέψεις είναι απεριόριστες
και ακόμη και οι στιγμές μελαγχολίας, όμορφες είναι,
γιατί ποτέ δεν είσαι μόνος
και στον τόπο που, λίγες ώρες πριν, πρωτοπάτησες,
ήδη νιώθεις πως ανήκεις,
με εκείνους τους ανθρώπους
και με εκείνη ακριβώς την εκδοχή του εαυτού σου
που βγαίνει στη επιφάνεια μονάχα εκεί, τόσο φυσικά


Και για όσες φορές ένιωσες λίγος,
τώρα ήρθε η ώρα να σε διαψεύσουν-
παιδιά που μετρούν αντίστροφα για να σου πουν "σ'αγαπώ",
μάτια που σε κοιτούν με περηφάνια,
φωνές που σου ψιθυρίζουν στο αυτί πως αξίζει πολλά,
ενώ μονάχα η σημασία που παίρνεις από ανθρώπους τέτοιους,
που τόσο ψηλά είναι που αν για λιγάκι δίπλα τους είσαι,
η ψυχή σου γεμίζει,
κι ακόμη κι αν λέξη δεν βγάλετε, νιώθεις πως έχεις πάρει πολλά
ενώ εύχεσαι ποτέ από κοντά σου να μην φύγουν,
είναι αρκετή για να γίνεις ευτυχισμένος


Γιατί,
είναι οι στιγμές,
είναι οι νέες αναμνήσεις,
τα γέλια, τα χαμόγελα, οι αγκαλιές,
μα πάνω απ' όλα είναι εκείνο το κομμάτι σου
που ό,τι κι αν συμβεί,
θα κάνει την ζωή σου ξεχωριστή
και εκείνες οι μορφές,
που τόσο λατρεύεις
και που μαζί τους,
όλα μπορείς να τα περνάς


Οπότε,
ναι, εγώ θα έπρεπε να είμαι εκείνος που λέει το ευχαριστώ,
γιατί τόση ομορφιά μέσα μου,
εσείς μου την χαρίσατε
και εγώ καν δεν τη ζήτησα


Αγαπώ κάθε κομμάτι πάνω σας,
ακόμη και εκείνα που μπορεί να μην μ'αρέσουν,
και τη σημασία που έχετε για εμένα,
δεν την φαντάζεστε,
και καιρός θα είναι να αρχίσετε να το κάνετε...