Την πρώτη φορά που πάτησα το πόδι μου μέσα απ' εκείνη τη σκουριασμένη καγκελόπορτα γύρισα πίσω ερωτευμένη. Με το μέρος, τους ανθρώπους και, κυρίως, την ατμόσφαιρα ανάμεσά τους και τα λαμπερά τους χαμόγελα. Μήνες και μήνες στο μυαλό μου έπαιζε σα σε replay εκείνη η σκηνή μπροστά από την πάνω αίθουσα, όπου ένα χέρι ξένο έσφιξε το δικό μου και με καλωσόρισε.
Προχωρώντας στην αυλή με το κιτρινωπό πλακάκι όπου τόσες και τόσες φορές είχα πατήσει μπαίνοντας στη σειρά ή στον κύκλο, παίζοντας σκυταλοδρομικά παιχνίδια, μεταφέροντας έπιπλα, συζητώντας για το παρόν και μέλλον, περνώντας βιαστικά για να φτάσω σε ζεστές αγκαλιές, καθισμένη στο τοιχάκι που ξεφλουδίζει για να πάρω μια ανάσα απ' το γέλιο, το κλάμα, την κούραση ή φεύγοντας βιαστικά συγκινημένη, τώρα πια ξέρω πως εκείνο το πάτωμα, σε λιγάκι θα αρχίσει να τρίζει. Άνθρωποι κι άνθρωποι πάτησαν σ' εκείνη την αυλή, που απ' τα κάγκελα γύρω της -που χρώμα άλλαζαν κάθε χρόνο- συνεχώς έφευγε η μπάλα ή τα δέντρα του δίπλα κτηρίου πέφταν στα κεφάλια μας, και κάποιοι απ' εκείνους στο νέο μας σπίτι δεν θα ξανάρθουν, και κανένας χώρος δεν θα υπάρχει πλέον να τους φαντάζομαι να κάθονται και να βγάζουν φωτογραφίες, καμιά γωνιά να τους βλέπω στο μυαλό μου να χαμογελούν ή να προσπαθούν να συγκρατήσουν τα δάκρυα.
Μα δεν είναι ώρα τώρα να σκέφτομαι έτσι, οπότε συνεχίζω να προχωρώ. Στα δεξιά είναι το πρώτο δωμάτιο που αγάπησα. Πάντοτε λιγάκι στραβό ήτανε κι ακόμη κι όταν άλλαξαν τα χρώματα και τα έπιπλα, ακόμη κάπως παράξενο φαινόταν. Κάθε του σπιθαμή είναι λες και είναι από μόνη της μια ανάμνηση, μια γλυκιά μελωδία ενός τραγουδιού, η μυρωδιά της καμένης καραμέλας από τις μαγειρικές μας απόπειρες, η μπογιά που έπεσε στο πάτωμα και δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να το αποχωριστεί ό,τι κι αν κάναμε εμείς για να τα χωρίσουμε, η αίσθηση της ξεχασμένης πρόκας πάνω στο ξύλο που έχει διακοσμηθεί με κάθε τρόπο, η εναλλαγή χρωμάτων, μπλε, πρασινο, πορτοκαλι, γαλαζιο, σε κάθε γωνιά του δωματίου όπου οι πάγκοι τους ίσα ίσα χωρούν και τα παράθυρα πάνω απ' αυτούς πατζούρια δεν έχουν και συχνά πυκνά καλύβονταν με χαρτόνια για να κρύψουν μέσα εκπλήξεις, μικρόφωνα, μεταμφιέσεις... Ένα δωμάτιο που όπου κι αν κοιτάξεις, κάποιον, κάτι, θα θυμηθείς και κάπως, για κάποιο λόγο, θα συγκινηθείς. Μέσα του τόσα χρόνια κουβάλησε όνειρα, παιχνίδια, ιστορίες, συναισθήματα, γνωριμίες, αντίο, εκπλήξεις, καλωσορίσματα, γενέθλια, απρόσμενες επιστροφές, δουλειά, τεμπελιά, προσπάθεια, γκρίνιες, ξεκαρδιστικά γέλια, πνιχτές φωνές, ψιθύρους, κλάματα, αγκαλιές, φιλιά, βλέμματα, μυστικά, ήρωες, μουσικές... Θα γυμνωθεί όμως σε λιγάκι από φωτογραφίες και ζωή και, ίσως, ολόκληρο κάτω να πέσει.
Βγαίνοντας έξω και κλείνοντας πίσω μου την άσπρη πόρτα, που κάποτε πάλευα να καθαρίσω με ένα παλιό σφουγγάρι ενώ έτρεχαν στο πάτωμα τα νερά, είναι η σκάλα. Η σκάλα.... Πόσους έχω συναντήσει εκεί μπαίνοντας μέσα, πόσους έχω αποχαιρετήσει και γυρίσει την πλάτη να φύγω. Τι όμορφα λόγια έχω ακούσει καθισμένη, σχεδόν κουλουριασμένη, αγκαλιά, μαζί με άτομα αγαπημένα. Σε εκείνα τα σκαλιά, τόσες φορές έχω κάτσει, για να ξεκουραστώ μετά από διήμερες εξορμήσεις, για να συζητήσω όταν η ζέστη μέσα ήταν αποπνικτική, για να περιμένω την ώρα να περάσει ώσπου να ανοίξουν οι πόρτες και εκείνους που μου 'χαν λείψει να δω, για να φάω στα γρήγορα, να χρησιμοποιήσω τη φαντασία μου σε ζωγραφιές πάνω σε έπιπλα ή προγράμματα και παιχνίδια. Ακόμη και την σκάλα, την έχω λατρέψει και πίστεψα στ' αλήθεια, πως πάντα εκεί θα ήταν, να ανεβαίνω δυο-δυο τα σκαλιά της όταν μήνες θα έκανα να γυρίσω, μεγαλύτερη πλέον, από πόλεις μακρινές. Κατεβαίνοντας ξέρω πως τρεις λέξεις, ξενικές, θα έρθουν στο μυαλό μου για να με σταματήσουν πάλι.
Τέσσερις πόρτες πάνω βρίσκονται στη σειρά, μια, η πιο μακρινή, απέναντί μου. Σαν μπαλκονάκι μοιάζει όλο μαζί, με τα ξύλινα κάγκελα, που πάνω τους στηρίχτηκα ενώ πειραχτικά σχόλια προκαλούσαν συνεχώς το χαμόγελό μου, ή ανήσυχα μάτια έψαχναν να βρουν την αιτία της απώλειάς του και που τα χαμηλότερα απ' αυτά, αν τα πιέσεις πολύ, πέφτουν. Τραπέζια, καρέκλες, πάγκους, φαγητά, υλικά για τα ταξίδια μας στη θάλασσα έχουμε ακουμπήσει και μέχρι και καντάδες έχουμε κάνει, αρκετές φορές μάλιστα, ως ότου τα γέλια να σταματήσουν να διακόπτουν το πλάνο μας και ο σκηνοθέτης πίσω από την κάμερα να φωνάξει το CUT!!
Επάνω, η πρώτη πόρτα οδηγεί στην αίθουσα που πρώτη κοίταξα όταν άρχισα το μέρος να γνωρίζω, που μέσα της διάφορες ανακοινώσεις άκουσα, ακόμη και δώρα κρυφά πήρα ή συζητήσεις εμπιστευτικές έκανα. Πρότυπα και μη, μέσα σύχναζαν και καμιά φορά την πόρτα δειλά χτύπαγα, καμιά φορά με την καρδιά να χτυπά δυνατά, για να δω ξανά πρόσωπα αναντικατάστατα.
Λιγάκι μόνο πιο πέρα, τη δεύτερη αίθουσα,, με τις ζωγραφιές ηρώων παιδικών παραμυθιών στους τοίχους, πολύ δεν έχω ζήσει. Μονάχα κάτι λίγες εκδηλώσεις θυμάμαι, όταν μαζί με την διπλανή της είχαν ενωθεί, που μου προκάλεσαν μεγάλη ανησυχία ή και φόβο ή μου 'δώσαν την ευκαιρία να εκφράσω ευχαριστίες και αγάπη. Και κάτι μεταμφιέσεις, κάτι χρώματα και κάτι χαρτιά θυμάμαι, που πήγαν σε μιμήσεις, αφίσες, ζωγραφιές... Και κάτι άτομα, χαμογελαστά και με μια αγκαλιά πιο ζεστή από καλοκαίρι. Κάτι συνδέσεις σε κοντάρια κάτω από τα φλας της μηχανής και κάτι παράξενες φωτογραφίες που τότε τόσο μ' αρέσαν και τώρα τόσο φαίνεται να πονάν.
Η τρίτη πόρτα, ένα δωμάτιο που αρκετά άλλαξε τώρα τελευταία, από υλικά και πάγκους παλιούς, να φιλοξενεί τελικά ένα τραπέζι στρογγυλό, με κάτι γράμματα και κάτι εικόνες ξεχασμένες, δίπλα από τα παράταιρα σωσίβια για τις βάρκες μας, που πριν κάτι χρόνια, να περνούσες ανάμεσα από εμπόδια έπρεπε για να τα βάλεις και πάλι πίσω στη θέση τους. Πειράγματα, χαμόγελα, γκριμάτσες...ξανά, και κάτι παράπονα γλυκά, να ηχούν.
Το τελευταίο δωμάτιο στη σειρά είναι το καινούριο μου στέκι. Στον τοίχο προσπάθειες για graffiti, στο τραπέζι ξεχασμένα πλαστικά ποτηράκια και ένα γραφείο γεμάτο μολυβοθήκες με στυλό και μαρκαδόρους, μισοί απ' τους οποίους γράφουν. Ένας χρόνος μέσα στο δωμάτιο αυτό και πρόσωπα ανθρώπων που πολύ λάτρεψα σε εκείνο το διάστημα υπάρχουν σαν σκιές γύρω. Ταινίες, παιχνίδια, συμβούλια, τραγούδια, αξιολογήσεις, παραστάσεις, χοροί... Εκεί που κάποτε μπήκα διστακτικά, με δυσκολία κρατώντας τη μελαγχολία μου, τώρα είναι κι εκείνο δικό μου. Και ό,τι κι αν γίνει, για πάντα δικό μου θα είναι.
Μια μονάχα από πάνω πόρτα έμεινε, η αποθήκη, που κομμάτι από το ταβάνι της είχε ξηλωθεί, που μια φορά το χρόνο γεμίζει ως το ύψος μου με πράγματα και για αν περάσεις ως μέσα χρειάζεσαι μερικές τεχνικές κασκαντέρ και για να αποφασίσεις που να ψάξεις πρώτα για τα κατσαβίδια, βγάζεις νουμεράκια και διαλέγεις στην τύχη, μέχρι φυσικά να φτιαχτεί και πάλι, έτοιμη και τακτοποιημένη για το νέο χρόνο, για να ανακατευτεί ξανά μετά το τέλος των κατασκηνώσεων.
Άλλη μια σκάλα από δίπλα θα με βγάλει ξανά στην αυλή, μπροστά από την πόρτα της τουαλέτας- πόρτα που το κοκκίνισμα και τα δάκρυά μου προσπάθησε να κρατήσει κρυφά και που άλλοτε έπρεπε να μπεις με φακό γιατί το φως είχε χαλάσει ή, μονάχα για τον καθρέπτη έμπαινες αφού το νερό είχε στερέψει.
Με βαριά βήματα φεύγω αυτή τη φορά από εδώ, και βγαίνοντας έξω, σε εκείνο το στενάκι δίπλα στις ταβέρνες τόσο κοντά στη θάλασσα, με το κυκλικό παγκάκι που συχνά μ' άρεσε να αράζω, βλέπω το πεζοδρόμιο κενό, χωρίς το χαρακτηριστικό μηχανάκι που κάποτε μου έδινε χαρά, το γκρίζο ή το κόκκινο αυτοκίνητο, με τις πεταλούδες από πίσω. Το λουκέτο στην πόρτα είναι κλειστό. Το σήμα από πάνω της τρεμοσβήνει, περιμένει να σβήσει, να πέσει. Κι εγώ, στέλνω ένα φιλί προς το μέρος του δεύτερου σπιτιού μου και υπόσχομαι στον εαυτό μου ότι όλα καλά θα πάνε. Γιατί ό,τι κι αν απογίνει εκείνο, φτάνει να είναι εκείνοι εκεί, όπου κι αν είναι αυτό το 'εκεί', και όλα, στ' αλήθεια, καλά θα πάνε...