Τριγύριζε μόνη της τη νύχτα μουρμουρίζοντας στον εαυτό της.
Που και που τα χέρια της τεντώνονταν, κι έκαναν να αρπάξουν τον άνεμο με προσδοκία,
μα εκείνος έτρεχε ανάμεσα απ' τα δάχτυλά της κι έτσι εκείνη,
με κάθε της προσπάθεια να την κάνει να νιώθει μισή,
συνέχιζε τον μοναχικό της δρόμο.
Δεν την έψαχνε κανείς, οι σκέψεις της, μόνες κι εκείνες,
της κρατούσαν συντροφιά και που και που της τραγουδούσαν λόγια ενθαρρυντικά.
Μεσ' το σκοτάδι συναντούσε κάθε τόσο την ζωή της,
και την έβλεπε μέρα με τη μέρα να αδειάζει,
ενώ παρατηρούσε όλα όσα έχανε και όλα όσα θα μπορούσαν να είναι αλλιώς πάνω της.
Τα ρούχα της ήταν παλιά και τρύπια, μα αρνιόταν να τα βγάλει
καθώς κάποτε ήταν τα αγαπημένα της.
Τα μάτια της γυάλιζαν και το πρόσωπό της, αν και ήταν καθαρά ένα πρόσωπο μικρού παιδιού, μαρτυρούσε μια σοφία που εκείνη ποτέ της δεν κατάφερε να αποκωδικοποιήσει.
Γυρίζοντας πίσω, παρατηρούσε με λαχτάρα τις περαστικές φιγούρες όπως απομακρύνονταν και διάβαζε σκεπτική την απορία στις εκφράσεις τους.
Μερικές φορές, αν κάποιος πλησίαζε πολύ κοντά, κρυβόταν μες τις χούφτες της,
ενώ άλλες ένιωθε τα πόδια της να μην την κρατάνε όσο κάποιος άλλος έφευγε μακρυά.
Όσο συνέχιζε το ταξίδι της, τα βήματά της γίνονταν πιο βαριά,
ακόμη κι αν άφηνε κομμάτια του εαυτού της στο δρόμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου