Δευτέρα, Δεκεμβρίου 02, 2013

Δύο, κάπου στη μέση

δεν φταίει ο χρόνος,
είναι ο αριθμός που πάνω μου έχει μπλεχτεί, από παιδί και πέρα πάλι

κι ας μ' αγαπάς
κι ας σ' αγαπάω πιο πολύ

ξέρεις να ρουφάς όλη την αγάπη μου, να νιώθεις κάποιος άλλος.
μα μέχρι εκεί.
μέχρι εδώ σε παίρνει, μέχρι εδώ το θέλησες,
είμαι καταδικασμένη εγώ, βλέπεις, αιωνίως, στο μισητό μου 2.

κι ας μ' αγαπάς
κι ας σ' αγαπάω πιο πολύ
κι ας μας φτάνει η σιωπή
και να ακουμπάμε ο ένας πλάι στον άλλο στην καρέκλα
δεν είναι αρκετό
δεν σου είναι,
δεν θα μπορούσε να σου είναι-
γιατί δεν φτάνει, δεν έφτανε και πότε του δεν θα φτάσει,
είναι λίγο πολύ κι όχι αρκετά
και υπάρχει περισσότερο κοντά


Η ηχώς ενός σ'αγαπώ μένει,
μου μετράει τα βήματα που απέχω από μια δεύτερη πληγή.
Η ηχώς από ένα σ'αγαπώ μένει
στο πίσω μέρος του αυτιού μου,
με τη δική μου χροιά, παραμορφωμένη απ' τα παράσιτα του μαθήματος απ' έξω.
Ένα σ'αγαπώ μένει,
ένα πολύ συγκεκριμένο σ'αγαπώ,
που δεν κουράζεται να αντηχεί μεσ' το κεφάλι μου.
Μήνες τώρα περίμενε θαμμένο κάτω από ξένες στάχτες.
Επαναλαμβάνεται,
σέρνεται και παρασέρνει,
σπρώχνει μαζί του κάθε ξεχασμένο ψίχουλο μιας παλιάς καταστροφής.
Μεγαλώνει το σ'αγαπώ μου-
δικό μου είναι, κι ας μην βγαίνει απ΄ τα χείλη μου
παρά μόνο ειρωνικά.
Κι όπως μεγαλώνει αυτό,
εγώ ψάχνω τα κλειδιά μου
και χαράζω στο στέρνο μου κανόνες:
Μη μιλάς,
μη τραγουδάς, 
μην υπονοείς, μην εννοείς.
Απαγορεύεται. 
Να σκέφτεσαι,
να ονειρεύεσαι
και να τρομάζεις.
Απαγορεύεται να θέλεις, κυρίως,
απαγορεύεται να μπορείς,
να κάνεις
και να δείχνεις.
Να νομίζεις,
να πιστεύεις,
να θυμάσαι.

Νιώσε όσο θες,
αφού σ'αρέσει να πονάς,
σιωπηλά μέσα στην τρύπα σου,
αν δεν μπορείς να σβήσεις τα σημάδια.
Θα σου την σπάσω εγώ στο τέλος την καρδιά,
και μην φοβάσαι.
Θα υποκύψει, στη δική μου τη φωτιά πριν απ' το κάψιμο άλλων χεριών.
Τείχη θα της στήσω και θα τη σφάξει η πείνα-
κάλλιο να πέθαινε από επιλογή παρά από μια πλάνη.

Η ηχώς ενός σ'αγαπώ απομένει,
ακούω το θάνατο να πλησιάζει.
Αυτή τη φορά θα είναι αλλιώς.
Μεγαλώνει το σ'αγαπώ μου-
δικό μου είναι και θα προλάβω τώρα,
θα το πνίξω
    πριν με πνίξει.




Σα θάνατο μυρίζεις και αναγνωρίζω τα συμπτώματα.
Στο ποτέ οδηγούν, που πάντα θα πονάει, κάποτε με έπνιξε κι έλεγα πως αναπνέω,
μάλλον που αλλιώς θα ζήσω τώρα,
τούτη τη φορά θα σκοτωθώ μπροστά στα μάτια σου, μήπως κι αλλάξει κρότο η πτώση.

Ίσως στραγγίσει πιο γρήγορα το αίμα,
γίνουν τα χρόνια μήνες
και τα δάκρυα στεγνώσουν σε μια νύχτα.



                                                                           έτσι κι αλλιώς αρχίζω πια και χάνω



Τρίτη, Νοεμβρίου 19, 2013

Baby, did you forget to take your meds?




















 "Ω ρε μάνα, παράτα με! Ξέρω!" φώναξε πίσω απ' την πλάτη του και βρόντισε την πόρτα. Με το πρώτο κιόλας βήμα, το πόδι του βούλιαξε σε μια λακκούβα με νερά και ξεκίνησε και πάλι να βρίζει. "Γαμώτο και είχα πει πως θα τα κόψω τα βρομόλογα", αναστέναξε. "Τη τύχη μου μέσα, γαμημένη λάσπη- και τώρα άντε πήγαινε- και τώρα άντε να πάω στην άλλη- βρε δεν μας παρατάει λέω εγώ!"
 Προχώρησε τρίβοντας τα παπούτσια του στην άσφαλτο μπας και καθαρίσουν, γρήγορα όμως εκνευρίστηκε από τον ήχο και ξεκίνησε να τα χτυπά στο πάτωμα όσο πιο δυνατά μπορούσε. Αν ξυπνούσε αυτός από τις 6, να ξυπνούσαν και οι άλλοι, δεν τον ένοιαζε. Τίποτα δεν τον ένοιαζε, πια. Δεν είχε και ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Η λάσπη παρέμεινε κολλημένη στα παπούτσια και τα μπατζάκια του.
  Ξεκίνησε να βρέχει. Κάθε χρόνο, Χριστούγεννα περίμενε να φτάσει για να ξεκινήσει κακοκαιρία. Φόρεσε την κουκούλα του και προσπάθησε να ξεμπλέξει τα ακουστικά που είχε στην τσέπη. Ας χαλούσαν, στο διάολο κι αυτά. Στην τρίτη προσπάθεια τα είχε παρατήσει και έτσι τα φόρεσε μισοπλεγμένα, ίσα ίσα να φτάνουν ως την πάνω τσέπη της ζακέτας του. "Remember me when you're the one who's silver screened, remember me when you're the one you always dreamed, remember me whenever noses start to bleed..." άρχισε να παίζει στα αυτιά του η μουσική ενώ αναλογιζόταν ποιο δρόμο να πάρει εκείνη τη φορά. Συνέχισε τελικά ευθεία μπροστά, μπήκε σε ένα σκοτεινό στενό που για πρώτη φορά παρατηρούσε και από εκεί προχωρούσε μέχρι να βρεθεί στον κεντρικό. Τότε, διάλεξε και μπήκε κάτω από ένα υπόστεγο μιας στάσης λεωφορείου- ξύλινη, σάπια, μπαλωμένη πρόχειρα με τάβλες, τι περιμένεις!-. Πέταξε το σακίδιο από τον ώμο του και έσπρωξε τα ακουστικά λίγο πιο βαθιά μέσα στα αυτιά του. "But I'm a creep, I'm a weirdo..." συνέχισε ο τραγουδιστής. Ξεφυσώντας αυτός, πλησίασε το δρόμο τόσο, ώστε να βρέχεται μόνο το υψωμένο στον αέρα χέρι του, που ζητούσε μέσα στη μπόρα ένα αυτοκίνητο να σταματήσει. 
  Τα μισούσε τα αυτοκίνητα, του την έδιναν οι κόρνες τους, τον αηδίαζαν τα κυριλέ δερμάτινα καθίσματά τους και τον ανακάτευε το πλαστικό δεντράκι που δήθεν αρωμάτιζε το χώρο. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να μπερδευτεί με τη μυρωδιά του καπνού από τα malboro και τις στάχτες στο μισάνοιχτο τασάκι. Αλλά στην ανάγκη, το οτοστόπ είναι πιο οικονομικό από το τρένο, κι ας μην έχει τα μεγάλα του παράθυρα και το τρίξιμο στις ράγες όταν κόβει ταχύτητα. Κι ας μην έχει τραπέζι για να ακουμπάς το βιβλίο με τα μυθηστορήματά σου , κι ας μην φτάνει στο σταθμό με εκείνο το γνώριμο χαμόγελο να σε υποδεχθεί. Το χαμόγελο είχε χαθεί, πάνε λοιπόν κι οι βόλτες με τα τρένα, πάνε τα ταξίδια γενικότερα, πάνε όλα. Ένα μόνο το ταξίδι, βασανιστικό κάθε βδομάδα, στην άλλη άκρη της πολιτείας, με ένα πιο βασανιστικό προορισμό. Γιατί να πρέπει να θυμάται; 
  Τα αυτοκίνητα τον προσπερνούσαν, κάποια αναβόσβηναν τα φώτα, άλλα κόρναραν, παραπαπονιόνταν. "Τι κάνεις αγόρι μου μέσα στην βροχή Δεκέμβρη μήνα;" Δεν σταματούσαν όμως. Εκεί τελείωνε η συμπόνια τους, και πατούσαν μετά το κουμπί για να ανέβει λίγο ακόμη η θερμοκρασία στο αμάξι. Αναθεματισμένοι οδηγοί, ούτε κι εγώ θέλω να με πάρετε, αλλά πρέπει να φύγω. Δεν αντέχω, θα εκραγώ. Κι ας φτάσω έπειτα στην αποστειρωμένη κλινική, τουλάχιστον ας φύγω. Αφήστε με να φύγω. Σταματήστε ανά-θεμά-σας!
  Η βροχή είχε ήδη περιοριστεί σε μερικές ψιχάλες όταν ένα μαυριδερό mini cooper σταμάτησε μπροστά του. Επιτέλους, φορτώθηκε ξανά τη τσάντα και έτρεξε προς το αμάξι. Γυναίκα οδηγός, μεγάλη σε ηλικία, ηλικιωμένη σχεδόν, παρατήρησε πριν απλώσει το χέρι στο χερούλι. 
-Ως τον ποταμό πάω, δήλωσε αυτή όταν έκλεισε ξανά η πόρτα, κάνοντας νόημα προς τη ζώνη.
-Τον ποταμό;
-Αυτό δεν είπα;
-Εντάξει, λίγο πιο πριν είναι καλά για να κατέβω, αρκέστηκε αυτός.
 Τι αξιοπερίεργη γυναίκα! Τα μαλλιά της ήταν σκούρα κόκκινα, στις άκρες όμως μόνο. Από τη ρίζα τους ως και τη μέση κατέβαιναν γκρίζες τρίχες, ταλαιπωρημένες και λεπτές. Το πρόσωπό της ήταν τετραγωνισμένο, η μύτη της είχε μια ελαφρά κλίση προς τα πάνω και τα ζυγωματικά της πετάγονταν προς τα έξω. Τα μάτια της, πίσω από τα χωρίς σκελετό γυαλιά της, ήταν πράσινα, με πιτσιλιές εδώ κι εκεί ξανθές. Έμοιαζε πατημένα 55 με 60, με εμφανείς ρυτίδες γύρω από τα μάτια και δίπλα στη σχισμή από τα χείλια. Ήταν μικροσκοπική, λεπτεπίλεπτη, κρυμμένη σχεδόν πίσω από μια μπλούζα αντρική, μαύρη, με το σήμα πάνω κάποιας μπάντας. Με τα χέρια στο τιμόνι, κάπνιζε ταυτόχρονα ένα τσιγάρο. Ήταν malboro. 
  Παρά το ανάστημά της, η γυναίκα κάθε άλλο παρά εύθραυστη φαινόταν. Είχε μια δύναμη στις κινήσεις των χεριών της, στο τρόπο που κάπνιζε το τσιγάρο της κρατώντας το με τα 3 δάχτυλα σαν το μολύβι. Είχε ένα πάθος στο βλέμμα της και μια απόσταση στη φωνή της.
Η γυναίκα αυτή, χωρίς αμφιβολία, ήταν πανέμορφη. 
  Ο νεαρός, περίμενε από το πρώτο λεπτό κάποιο σχόλιο, κάποια επίπληξη, έστω μια ερώτηση. Ήταν τρελός; Μέσα χειμώνα, με μια ζακέτα μόνο κι ένα σακίδιο στη μέση του πουθενά στο παλιοχώρι, μέσα στη βροχή, τι νομίζει ότι κάνει; Γονείς δεν έχει; Μάταια όμως, το σχόλιο δεν έφτασε ποτέ. Τουλάχιστον, όχι πάνω στη λογική του.
-Δεν μου αρέσει καθόλου το πρόσωπό σου, σχολίασε η γυναίκα. Η έκφρασή του, δεν μου αρέσει. Μοιάζει σα να τη φόρεσες το πρωί όταν σηκώθηκες, πριν πλύνεις τα δόντια σου και φύγεις.
-Σωστά.
-Το ξέρω ότι δεν σε νοιάζει. Δεν μου αρέσει όμως.
-Εντάξει.
Δεν θα ασχολιόταν και πολύ περισσότερο, δεν το είχε για σκοπό. Εκείνη όμως μετά από λίγο ξαναμίλησε.
-Ψυχάκι είσαι; ρώτησε αδιάφορα.
-Μπορεί, απάντησε εκείνος.
-Φαίνεσαι. Μου θυμίζεις την αδερφή μου.
  Στο άκουσμα αυτής της τελευταίας λέξης, ο νέος ρίγησε. Το πρόσωπό του, αυτό που καθόλου δεν της άρεσε, άσπρισε. Δεν άλλαξε όμως, πέρα από το χρώμα του, σε άλλο τίποτα. Παρέμεινε το αυστηρό, σχεδόν σκληρό, δήθεν αδιάφορο που ήταν και πριν τον χτυπήσει η ανάμνηση στο στήθος. Χαμένο κάπου μακρυά. Το πρόσωπο κάποιου που τα έχασε όλα και τίποτα πια δεν τον ενδιαφέρει, τίποτα παραπάνω δεν έχει να τον φοβήσει, τίποτα για να τον νοιάξει. Πρόσωπο που αν χαμογελούσε όμως, θα σχημάτιζε τα ίδια λακάκια στο μάγουλο όπως αυτά του δεκάχρονου κοριτσιού μεσ' το κεφάλι του. Αν δεν είχε υποσχεθεί να το ξεχάσει, θα έψαχνε στη μνήμη του να βρει την τελευταία φορά που είχε όντως χαμογελάσει. Απαγορευόταν, αλλά τι να το κάνεις, θα έπρεπε και πάλι, για μια ώρα, να σταματήσει να αγνοεί τα ουρλιαχτά πίσω στη σκέψη του. Να ζωντανέψει τα φαντάσματά του. Κοίταξε το δρόμο, κι έπειτα το πλαστικό ρολόι που έκρυβε κάτω απ' το μανίκι. Πόση ώρα ακόμη για να φτάσει;
  Στη σιωπή πέρασε η υπόλοιπή τους διαδρομή. Η γυναίκα κάπνισε ακόμη 2-3 τσιγάρα, αφήνοντας κι ένα μπροστά από το παιδί, κοιτώντας το μονάχα φευγαλέα, με βλέμμα γεμάτο ένταση. Τι έκανε, τον διάβαζε; Τον τέσταρε; Φυσικά, το τσιγάρο τώρα, στο τέλος της διαδρομής, ήταν ήδη πεταμένο κάπου στην άκρη της εθνικής, χιλιόμετρα πίσω, στραπατσαρισμένο από τις ρόδες των αυτοκινήτων.
  "Φτάσαμε, μπορείς να φύγεις", ξεκίνησε να τον αποχαιρετά όταν σταμάτησε. Έπειτα από μια μεγάλη παύση, συνέχισε. "Μην- μην είσαι πολύ δύσκολος με τη γιατρίνα σου. Περάσαν κι άλλοι απ' τη θέση της και ξέρω. Οι άνθρωποι μπορεί να σου φαίνονται γελοίοι... Είναι. Είναι, άσχημοι οι άνθρωποι και ανόητοι. Μα είναι και όμορφοι αν τους προσέξεις πιο κοντά."
Ο νεαρός είχε μείνει να την κοιτάζει, πρώτη φορά επικεντρωμένος πλήρως στα λόγια της. "Να τους αγαπάς τους ανθρώπους. Κι αν φεύγουνε, ακόμη να τους αγαπάς, μην τους ξεχνάς. Απλά να τους αγαπάς και να μην σε ενδιαφέρει αν θα τους έχεις. Να τους αγαπάς", ξανατόνισε τελειώνοντας, με μια φωνή αποφασιστική, που έμοιαζε περισσότερο να διατάζει παρά να συμβουλεύει. Αφού άφησε τα μάτια της να χαθούν για λίγα δευτερόλεπτα στο κενό, κοίταξε για λίγο τον συνοδηγό της και ευθύς, σέρνοντας και τη ζώνη της μαζί, τραβήχθηκε ως της πόρτα του να του ανοίξει την ασφάλεια. Ακόμη κράταγε τσιγάρο. 
  Εκείνος δεν έβγαλε λέξη. Κούμπωσε ως πιο ψηλά τη ζακέτα του, ξαναφόρεσε την κουκούλα, αν και η βροχή είχε σταματήσει από ώρα, και άρπαξε τα πράγματά του για αν φύγει. Πρώτο βήμα, και πάλι λακκούβα. Αυτή τη φορά όμως, δεν κατάφερε να του αποστάσει την προσοχή.
-'φχαριστώ, ξεστόμισε μόνο.
Ως απάντηση, εκείνη έγνεψε. Βάζοντας ξανά μπρος, "Δεν είσαι ψυχάκι. Έτσι το 'πα, να δω τι θα μου πεις" είπε, και χάθηκε. 


Ευχή

Όταν άνοιξε τα μάτια, είχε ξεχάσει. Πού βρισκόταν, ποια ήταν, γιατί κρατούσε τα μάτια κλειστά μέρα μεσημέρι, στη μέση-μέση της αίθουσας, αγκαλιά με έναν άγνωστο. Τα χέρια της ήταν τυλιγμένα δειλά γύρω του, το πρόσωπό της θαμμένο ανάμεσα στο λαιμό και τον ώμο του και, όρθια στις μύτες των ποδιών της, ένιωθε το ευγενικό άγγιγμα του ξένου. Ξένος αυτός, ξένη κι εκείνη, ξένα τής φαίνονταν κι όλα γύρω της. 
Το δωμάτιο σαν τάξη σχολική έμοιαζε, απεριποίητη λιγάκι, και κάπως μουντή, με την κουρτίνα κουβαριασμένη στη μια γωνία κάτω από το παράθυρο. Άσχημη και η κουρτίνα, απελπιστικά αδιάφορη, ροζέ, θύμιζε νοσοκομείο. Άσχημος και ο καιρός έξω απ' το τζάμι, μελαγχολικός, γκρίζος και κενός. Τι γύρευε μέσα σ' αυτή την απρόσωπη αίθουσα; Τι έκανε εκεί, σε μια τάξη σχολική, μέσα σε ρούχα νεανικά, κολλητά πάνω σε ένα σώμα που έμοιαζε υπερβολικά μικροσκοπικό για να της ανήκει, όταν ένιωθε να έχει κλείσει τουλάχιστον μερικούς αιώνες ζωής; Και ποιος ήταν αυτός τέλος πάντων που την κρατούσε έτσι κοντά του, τόσο προσεκτικός να μην την ακουμπά περισσότερο απ' ότι, μάλλον, πρέπει; 
 -Δεν νομίζω, ξεστόμισε τότε ο ξένος λες και συνέχιζε κάποια συζήτηση. Δεν νομίζω, εγώ σ' αγαπάω πιο πολύ.
Γέλασε τότε ξεφυσώντας απ' τη μύτη του και ήρεμα απομακρύνθηκε, ενώ εκείνη έντρομη σκεφτόταν μήπως, από το μένος της, ακουγόταν μέχρι έξω η καρδιά της. Την κοίταξε τότε, σκύβοντας λιγάκι το κεφάλι, και αντικρύζοντας το πόσο χαμένη θα πρέπει να φαινόταν, χαμογέλασε στραβά. Πείραξε τα μαλλιά της μια στιγμή κι ύστερα έβγαλε ένα πακέτο με καπνό από την τσέπη του κι έφυγε. Σε ένα λεπτό είχε σκαρφαλώσει στο παράθυρο κι είχε πηδήξει στην αυλή -είχε χαθεί από μπροστά της. 
Και ποιος ήταν αυτός τέλος πάντων; Που της δήλωσε έτσι στα ξαφνικά πως την αγαπά και την άφηνε αμέσως πίσω;
Ήταν μόνη μέσα στην τάξη, για καλή της τύχη. Χρειαζόταν χρόνο, όχι βοήθεια. Χρόνο, για να σκεφτεί, να θυμηθεί. Όχι ανθρώπους. Όχι λίγους ακόμη ξένους. Έστυβε λοιπόν το μυαλό της, βηματίζοντας εδώ κι εκεί, έψαχνε πυρετωδώς αναμνήσεις να ταιριάζουν, μα συνάνταγε κενό. Καμιά πληροφορία δεν ξέθαβε για τα κοκαλιάρικα δάχτυλά της, ή τα μακρυά και πολύχρωμα μαλλιά της, για το φθαρμένο τζιν της ή τον μουτζουρωμένο πίνακα στον τοίχο, για τον άγνωστο, το βαθύ μπλε των ματιών του ή κάποια συζήτηση μαζί του. Μόνο τα χέρια της θυμόταν, να σφίγγουν το σώμα του ξένου λίγο πριν χαθεί, σκοτάδι μόνο, και μόνο τη φωνή της σ' ένα ψίθυρο: "Ας τέλειωνε εδώ ο κόσμος τώρα"

Πέμπτη, Νοεμβρίου 14, 2013

Σκονισμένες 2

Έμοιαζε για πάντα

Κάθε σου βήμα ήταν πάνω μου, 
είχε χαλάσει ο βορράς
και μονάχα προς εσένα έγερνε η δική μου η πυξίδα

Η καρδιά έτρεχε να σε προφτάσει,
το δικό της το ρυθμό έβρισκε, δεν τον ήξερε ακόμη,
μου τον έμαθε το άγγιγμά σου

Χωρίς εσένα, χανόταν το εγώ μου,
μα αντί να ψάξω να το βρω,
εσένα έψαχνα στους δρόμους, 
μεσάνυχτα βαθιά που δε φαινόμουν,
κι όταν γύριζα στο σπίτι έκλεινα όλα τα φώτα
για να μην θυμίζουν που δεν συγκρίνεσαι,
μήπως και φύγει η τρέλα.












Τώρα ξέρω.
Εξηγώ πια
κείνες τις  νύχτες που 'σκιζα λυσσασμένη τα σεντόνια
κι έμπαιναν τα δάχτυλα φίμωτρο στο στόμα
για να κρατήσουν μέσα τ' όνομά σου.
Ξέρω. Έσπασα τους κωδικούς,
τις έκαψα τις ενοχές μου.
Ξέρω. Μα δεν μ'αρέσανε ποτέ τους τα ονόματα.
Κι αν σου ταιριάζει ο έρωτας,
διαφορετικός σου πάει από κείνον που διάβαζα μεσ' τα βιβλία.

Έτσι.
Χωρίς περιγραφές,
χωρίς λέξεις,
χωρίς διαφυγή
σε ερωτεύτηκα
χωρίς να το θελήσω.

Μα τώρα, ξημέρωσε καινούριους χειμώνες
και πίσω σε χάρισα, στα καλοκαίρια.
Μου 'πεσε ο πυρετός σου
και δίχως να χρειαστεί να την τραβήξω πλέον με τα δόντια,
κλείνω την αυλαία για το κεφάλαιο μας,
που δεν έγινε δικό μας, στην αλήθεια του, ποτέ.

Τούτο μονάχα ήθελα να πω, τώρα που σε θυμίσανε:
χαίρομαι που μ' αγάπησες και απ' τα άλλα όλα χόρτασα...

Παρασκευή, Οκτωβρίου 18, 2013

Η μον ικα

Σκυμμένη, η πλάτη της πλάγιαζε επικίνδυνα,
με τα γόνατα λυγισμένα σχεδόν, κι όχι ως, το πάτωμα,
έσπρωχνε το σώμα της στον τοίχο
έτσι όπως είχε προσπαθήσει,θα έλεγες, να αγκαλιάσει τη γωνιά του δωματίου.
Τα μάτια της κοιτάζαν προς το δάπεδο
μα το βλέμμα της είχε εστιάσει στο κενό.
Ήταν γυμνή, ολόγυμνη πέρα από τα διαφόρων μορφών και χρωμάτων κοσμήματα που κολλούσαν στους καρπούς, το λαιμό, τον αγκώνα και τις γάμπες της.
Σύρματα, σε σχηματισμούς παράξενους,
θύμιζαν αλυσίδες
και ρίζωναν στη σάρκα της.
Φλέβες εξωτερικές, χειροπέδες σε ευθεία γραμμή 
την κρατούσαν φυλακισμένη πάνω στο κορμί της.
Τα μαλλιά της θύμιζαν δέντρο αγριεμένο,
έπειτα από κάποιο δυνατό τυφώνα που μπέρδεψε μεταξύ τους τα κλαδιά,
φούντωσε τα φύλλα και εξόρισε τους καρπούς προς Νότο και Βορρά.
Ήταν μόνη, φυσικά, η Μόνικα.

Που και που το πρόσωπό της άλλαζε την ελαφρώς τρομαγμένη, αφηρημένη έκφρασή του-
τα μάτια της, στο χρώμα της πίσσας, έπαυαν να είναι γουρλωμένα
κι έριχναν τυχαίες ματιές προς το μπετό.
Το πρόσωπό της τότε τσαλακωνόταν σε συναισθήματα διαφορετικά ανά φορά-
ένα χαμόγελο, μια απογοήτευση, αγωνία μετά και λίγη ταχυπαλμία.
Άπλωνε τα χέρια της προς το λαιμό της και το στήθος,
μια την έσφιγγε, την έπνιγε,
μια τη χάιδευε και ησύχαζε έτσι κλείνοντας τα μάτια.
Έμπηγε παθιασμένα τα μακριά της νύχια μεσ’ το πρόσωπό
και με την αναπνοή της έπειτα έπαιζε.
Αναστεναγμοί, αναφιλητά, λαχανιάσματα, ανάσες ανακούφισης διαδέχονταν το 'να τ' άλλο
ώσπου να επιστρέψει ξανά προσωρινά στο κενό της πρόσωπο και βλέμμα.
Ευτυχώς ήταν μόνη, φυσικά, η Μόνικα, και κανείς δεν πρόλαβε να την περάσει για τρελή.

Όταν για πολύ την ώρα ξεχνιότανε στο λήθαργο,
ξυπνώντας στραβοκατάπινε με δύναμη και άνοιγε αμυδρά τα χείλη σε μια χαραμάδα,
σα να πρόφερε κάνα φωνήεν σκέτο,
σα να κόντευε να παρασυρθεί σε κάποιο φιλί παραμορφωμένο απ' το μεθύσι.
Τα μάζευε τότε πάλι βιαστικά,
τα έκρυβε μέσα στο στόμα
και τα δάγκωνε ως να ματώσουν.
Τα χάιδευε ύστερα με τα δάχτυλά της,
βρώμικα απ' τους σοβάδες του τειχιού,
λεπτεπίλεπτα και ασθενικά μπροστά στα πλούσιά της χείλια.

Και έσπρωχνε ξανά το σώμα της προς τη γωνία,
και τις παλάμες άπλωνε στο πάτωμα,
υψώνοντας το μέτωπο προς το ταβάνι.
Ανάσανε βαριά
με τα μάτια κλειστά
και μούγκριζε μετά, μουρμούριζε,
γελούσε μέσα απ' το λαιμό της και ξεφυσούσε από τη μύτη.
Χαμογελούσε ξανά.
Και μετά ξαναχανόταν.

Μόνο όταν ξυπνούσε για τα καλά,
μόνο τότε πεταγόταν πάνω λες από εφιάλτη
και πασπάτευε βιαστικά κάτω απ' το χαλί για νά βρει ένα στυλό απ' όσους φύλαζε για περιπτώση ανάγκης.
Μόλις το έβρισκε, τ' άρπαζε με το δεξί της χέρι
και ξεκινούσε, στιγμάτιζε όλο της το σώμα-
λέξεις, κυρίως διάλογοι,
τελείες και θαυμαστικά,
μελανιές και γρατζουνιές,
δαχτυλικά αποτυπώματα.
Και το δέρμα αιμορραγούσε κι αυτό,
ζωγράφιζε μαζί της τις πληγές και τις προτάσεις.

Χαλάρωνε στο τέλος, άφηνε κάτω το στυλό όταν είχε τελειωμένο το μελάνι
και δεν ξανάριχνε ματιά προς τα σημάδια του κορμιού της.
Την προτιμούσε γυμνή, χωρίς ρούχα, χωρίς περιορισμούς, φυσική και καθαρή.
Γνώριμη, οικεία και σταθερή.
Έτσι, έκλεινε τα μάτια πάλι,
άφηνε τα γόνατα ν' ακουμπήσουν τελικά μέχρι και κάτω, ν' αφεθεί.
Κουλουριαζόταν τότε, και χαρούμενη σκορπούσε κάνα δάκρυ,
απελευθερωμένη από τις εικόνες και τους ήχους.
Χαμογελούσε. Ξανά.
Αναστέναζε εξαντλημένη και γλυκά άφηνε το μυαλό της να κοιμηθεί.
Γλιστρώντας τα μπράτσα, που ως τότε την έδεναν σαν ζώνες, ως τα πλάγια,
έξυνε με τα δάχτυλα τους κόμπους στο χαλί
και σα να 'πλεε στη θάλασσα άκουγε μονάχα μουσική-

άρχιζε λοιπόν να ξημερώνει.

Σάββατο, Οκτωβρίου 05, 2013

You are all they can't see

"Το περίγραμμά σου βλέπουν, μη λυπάσαι" ψιθύρισε και απομακρύνθηκε ξανά. Είχε έρθει σιωπηλά, στις μύτες των ποδιών είχε πλησιάσει, είχε στηρίξει το κεφάλι της απαλά στον ώμο μου και τα χείλη της τρεμόπαιζαν στ' αυτί μου. Έτσι ερχόταν, έτσι έφευγε πάντα, δίχως περαιτέρω εξηγήσεις και σίγουρα δίχως προειδοποιήσεις. Καπνό την ονόμαζα συνθηματικά μεσ' το μυαλό μου- δεν τολμούσα να μιλήσω γι αυτή παραέξω από τα στενά και τους διαδρόμους της μοναχικής μου σκέψης. Θα χαλούσε άλλωστε, θα λέρωνε, θα αλλοιωνόταν η υφή της, ολόκληρη η χάρη της ύπαρξής της βασιζόταν σε όσα έμεναν ανείπωτα. Όλο της το είναι ήταν η σιωπή, ποτέ δεν φώναζε κι ακόμη και στις συζητήσεις με δυσκολία την παρακολουθούσες. Μονάχα τα μάτια της φώναζαν. Ώρες-ώρες νόμιζες πέταγαν φωτιές κι άλλες πως κατάφερνε μονάχα με το βλέμμα να σε καρφώσει και να σου κλέψει κάθε συλλογισμό που έκρυψες ενώ μιλούσες για να πλασάρεις μια ανωτερότητα της πλάκας. Και θυμόταν. Τα πάντα θα νόμιζες πως θυμόταν. Όχι ημερομηνίες, όχι χρώματα ή αριθμούς. Θυμόταν κάθε λεπτομέρεια, κάθετι που είχε κάποτε προδώσει από ατύχημα λιγάκι απ' τον εαυτό που κρατούσες για τον εαυτό του. Κι αυτοί οι ανόητοι γύρω, όλοι τους νομίζαν πως την ξέρουν.

"Το περίγραμμά σου βλέπουν, μη λυπάσαι" ψιθύρισε και απομακρύνθηκε ξανά. Πάντα μου άφηνε χρόνο, πάντα κρατούσε λίγο και για εκείνη την ίδια. Πρόσεχε, κι ας ήξερα πόσο το μισούσε. Είχε στα χέρια της την ισορροπία, μιας κι εγώ είχα αποτύχει να τη στηρίξω για πολύ. Έτσι, ένα βήμα μπρος σήμαινε δύο προς τα πίσω κι όταν εγώ καμιά φορά μίκραινα την απόσταση που μας είχε υπολογισμένη, κατέβαζε το βλέμμα και διέταζε τον εαυτό της για να φύγει, πριν την αφήσω εγώ και πάλι. Εγώ. Εγώ μέτραγα τα λόγια μου και μέτραγα τις ίντσες. Πλησίαζα μα είχα πάντοτε εύκαιρη δικαιολογία. Πλησίαζα και όταν άδειαζε η κλεψύδρα την έδιωχνα από κοντά μου, έφευγα, νόμιζα το έκανα διακριτικά, μα μάτια είχε παντού.

"Το περίγραμμά σου βλέπουν, μη λυπάσαι" ψιθύρισε και απομακρύνθηκε ξανά. Σαστισμένος την κοίταξα και με τα φρύδια πιεσμένα φώναξα μήπως γυρίσει. Θα γύριζε. 
Και γύρισε.
-Εσύ;
-Ξέρω και ξεχωρίζω σκιές από ήλιους, εμπιστέψου με, απάντησε πίσω από την πλάτη της. Κρυβόταν.
-Δεν με νοιάζουν. Τι πιστεύουν. Δεν με νοιάζουν.
-Φυσικά και σε νοιάζουν...
Με κοιτούσε τώρα και με τον τόνο της φωνής της κατάφερνε να συνδιάζει αυστηρό με τρυφερό.
-Και γιατί; Δεν με νοιάζουν. Δεν με νοιάζει.
-Περνάς τη μέρα σου γελώντας ακόμη κι όταν καις. Δεν σε νοιάζουν;
-Δικό μου το κάψιμο, το κρατώ για όσους αξίζουν να το δουν.
-Εσύ το σχεδίασες το περίγραμμα, το ζωγράφισες με τα ίδια σου τα χέρια κι οι άλλοι το πήραν έτοιμο και σε πιστέψαν. Δεν 'θέλαν και πολύ.
-Δεν προσπάθησα ποτέ να είμαι το περίγραμμα. Εκείνοι το επινόησαν. Παρανόησαν. Δεν είμαι το περίγραμμα, δε βλέπεις;
-Όχι σε εμένα.

"Όχι σε εμένα"... "Όχι σε εμένα αυτά, μην τα λες εμένα". Συχνά μου την έλεγε αυτή τη φράση. Χαμένη πήγαινε. Εγώ ξέρω, εννοούσε. Δεν φταίω, άκουγα.
Όχι σε εμένα, όχι σε εκείνη, δεν χρειαζόταν κι όμως δεν σταμάταγα ποτέ. Κι αυτή αντί να με αφήσει να χαθώ, όλο και πιο χαμένη η ίδια μου φαινόταν. Όλο και πιο συχνά άφηνε τις φράσεις μισοτελειωμένες, όλο και πιο συχνά οι φράσεις που τελικά τελείωνε διαλύονταν μαζί της στο κενό. Δεν άκουγα, αλλού έστρεφα την προσοχή μου, πρόσεχα, μέχρι που μου βγαινε και φυσικά. Πρόσεχα τόσο που φορές φορές ένιωθα λάθος πως γινόμουνα κακός. Δεν ήθελα να φύγει, μονάχα να μην μείνει. Κι αυτή όλο και πιο συχνά χανόταν, όλο και πιο συχνά ένιωθα το άγγιγμά της να μαλακώνει ακόμη κι όταν εγώ την άγγιζα για να μου σπρώχνει το χέρι πίσω και να μου απαντά με το συνηθισμένο της σαρκασμό.

Όχι σε εσένα, το ξέρω, δεν χρειάζεται, αφού με ξέρεις λίγο καλύτερα κι ας μην με έζησες ποτέ. Όχι σε εσένα, μην ανησυχείς, βλέπω πως για εσένα είμαι κάτι παραπάνω, ό,τι οι άλλοι λένε δεν το έχω. Όχι σε εσένα μικρή, κι αν σε πειράζω είναι γιατί ξεμένω από εναλλακτικές, κι αν σε διώχνω είναι γιατί έχω όρια δικά μου. Όχι, σε εσένα πια δεν θα το λέω, δεν θα χρειάζεται να μιλάω καν, μονάχα θα κοιτάω και θα ξέρω πως ακούς.
Ποτέ δεν της το ξεστόμισα: όχι σε εκείνη, δεν χρειάζεται να σπαταλάω λέξεις. 

Στο τέλος, εκείνη σπατάλησα και δεν θέλησα καν να της το πω.


-Εσύ όμως το φτιαξες και το περίγραμμα. Εκείνοι κράτησαν μόνο τις λέξεις που σχεδίασες να πεις. Ξεχάσαν όλοι τους κάθε φορά που τα μάτια σου αστράψαν χωρίς τη βοήθεια του ήλιου...
-Εσύ όμως όχι.
-Όχι, ποτέ.
-Μα δεν φτάνει.
-Και το ξέρω.

"Το περίγραμμά σου βλέπουν, μη λυπάσαι" ψιθύρισε και απομακρύνθηκε ξανά. Έφυγε μετά ακόμη πιο μακρυά, πίσω από την πόρτα που κάποιοι την είδαν από κάγκελα, πέρα στο διάδρομο που με περίμενε τις πρώτες φθινοπωρινές μέρες, έξω στο προαύλιο των τσιγάρων στη βροχή, στη δική της ουτοπία και λίγο παραπέρα, ως το γκρεμό. Δεν την ξαναζήτησα κοντά μου. Δεν την ήθελα, είχα άστρα ν'ασχολούμαι και τα πεφταστέρια ήταν σε δεύτερη πια μοίρα. Ένα ήξερα, διαφορετική ήταν και αυτό θα το θυμάμαι χωρίς να μετανιώνω. Ήταν ο χρόνος, δεν ήμουν εγώ. Πρέπει να με πιστέψει.


Όχι σε εμένα, δεν σου είπα;

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 27, 2013

Υπερβολές μωρό μου


Ξέρω καλά να καταπίνω-
συναισθήματα, σκέψεις, επιθυμίες, εφιάλτες.
Τα καράβια μου ξέρω να τα βουλιάζω
και τα ναυάγιά μου, ξέρω, και τα κρατώ κρυφά.

Μωρό μου, δεν ξέρω αν στ' αλήθεια υπάρχεις.
Ευτυχώς, τις παραισθήσεις μου τις κρατώ για τον εαυτό μου.
Ευτυχώς, γιατί είναι από εκείνες που εύκολα τις περνάς για όνειρα.
Ευτυχώς, αφού ψεύτικος μοιάζεις.

Την ξέχασα την ουτοπία μου βλέπεις,
κατάφερα και με το χρόνο την έκρυψα καλά,
έτσι που οι νέες μου φιλοδοξίες, αν και απαγορευμένες, είναι βατές
και δεν ξέρω πως να τις αγγίζω ενώ βγαίνουν επιτέλους προς τα έξω.


Αυταπατάσαι εσύ στον ελεύθερό σου χρόνο;


Δέκα μέτρα κάτω από τη γη θάφτηκες κι εσύ,
μ'ακόμη βράζεις, σπρώχνεις και φωνάζεις.
Κάνω δεν σ'ακούω.
Λέω δεν υπάρχεις, κι αν το λέω, έτσι θα 'ναι.
Λέω αυταπάτη είσαι, ίσα ίσα μ'ακουμπάς.
Κι η ψευδαίσθησή σου, ριζωμένη πάνω σε προσδοκίες τυφλές,
πιο αληθινή μοιάζει και πιο γλυκιά απ' τα πραγματικά.
Μα δεν υπάρχεις, δεν το είπα;
Έπεσες, πνίγηκες- εγώ σε έπνιξα.
Συνέχεια πνίγω. Ξέρω να πνίγω, να σκοτώνω.
Δολοφόνος είμαι κάθε παρεξηγημένου πάθους,
θα 'λεγες θα με 'θελα κενό.

Φεύγεις τώρα, μόνο η μυρωδιά σου μένει,
με επισκέπτεται που και που απρόσμενα,
τσουγκρίζεις εσύ με τις αναμνήσεις μου
και σε αφήνω πια ελεύθερο,
ώστε ήρεμος πλέον να έρχεσαι λίγο πιο κοντά.

Έρχεσαι μονάχα χωρίς πρόσκληση,
κυρίως όταν λείπεις.
Έρχεσαι όταν μισώ τον εαυτό μου,
όταν ξέρω πως αξίζει να τον φοβούνται όσοι τον αγαπούν.
Όταν δεν χωράς, πάντα τότε έρχεσαι.
Έτσι είναι.

Υπερβολές, μωρό μου δεν υπάρχεις.
Είναι ψεύτρα η καρδιά μου και προτρέχει.
Δεν την χωρά ο τόπος, παραληρεί.
Δεν πειράζει αγάπη μου, θα μου περάσει.
Αφού το ξέρω, υπομονή, θα μου περάσεις.

Και εγώ ακόμη, δεν υπάρχω
και βουλιάζω στην ιδέα.

Δεν υπάρχω καν.

Και τούτο μόνο του χωρά όλες τις αϋπνίες του μισοτελειωμένου μου καλοκαιριού.
Δεν υπάρχω, δεν υπήρξα, όχι ιδιαίτερα.
Ίσα ίσα μόνο.
Ίσα ίσα που υπήρξα, ίσα ίσα που αναπνέω.
Ίσα ίσα που είμαι γενικότερα.
Για εσένα, ίσα ίσα, κι αυτό με δυσκολία.

Και δεν είναι και πως πέθανα-
νεκρός δεν είναι εκείνος που δεν γεννήθηκε ποτέ.

Ένα τίποτα υπάρχει κι ένα καθόλου.
Κάνουν πολύ παρέα με τα θέλω μου
και αγαπάνε κάθε είδους τα ποτέ.
Τα νομίζω φταίνε, τρελάθηκαν από τις τελευταίες πανσελήνους
και μεταφράζουν τα ουρλιαχτά των λύκων σε ανθρώπινες μιλιές και νοήματα κρυμμένα.

Μα είναι μονάχα νοσταλγία μωρό μου.

Τρίτη, Αυγούστου 13, 2013

Μονόλογος (του παραλόγου), στα περίπου

" Όχι απλώς ευάλωτος. Εύθραυστος. Έχει διαφορά ξέρεις, δεν είναι απλώς πως βρίσκομαι συνεχώς έτσι, ευαίσθητος, τρωτός. Είναι πως, στ' αλήθεια τώρα, νομίζω πως μπορώ -και πρόκειται μάλιστα- να σπάσω. Δεν μου δημιουργείται πάντοτε αυτό εδώ το συναίσθημα, ίσως θα 'πρεπε να 'μαι και ευγνώμων που καταφέρνει και νικά ετούτη την πλέον μισητή απάθειά μου. Το κενό μου. Γιατί, ξέρεις, αν υπάρχει κάτι που συναγωνίζεται τον πόνο, εκείνο είναι το κενό. Έχει και το απόλυτο σκοτάδι τις πληγές του, έχει όμως και η χλωρίνη την ασχήμια της, όπως και να το κάνεις. 
 Ομορφιά λέει, υπάρχει στα πάντα, παντού, αρκεί μόνο να μπορέσεις και να ψάξεις να τη βρεις. Το πίστευα αυτό παλιά ξέρεις, αλήθεια, το υποστήριζα. Μα, ομορφιά δεν βρίσκεις σε κάτι που από μοναχό του δεν υπάρχει. Αυτό τουλάχιστον λέει η λογική μου. Αυτή η ξερή, μερικές φορές ψυχρή και ξένη μου λογική. Ξέρεις ποια λέω, έτσι δεν είναι; Την ξέρεις και μάλιστα πολύ καλά. Είναι αυτή η πλανεύτρα λογική, που ξέρει και πώς να ντύνεται και πώς να περπατά, ελκυστικά μεσ' τα γεωμετρικά της σχήματα με τις κοφτερές γωνιές τους, έτσι ώστε να μοιάζει όμορφη στα μάτια ξένων και γνωστών. Όμορφη είναι η λογική, μα σκέτη ασχημαίνει κάπως, ορίστε και κάτι που μάλλον δεν θα μάθεις. Είναι κι αυτή που και που λιγάκι άσχημη. 
 Άσχημη, άσχημη...Παράξενο, δεν είναι; Σα να μοιάζω ξαφνικά με άνθρωπο κυνικό, φαντάσου το αν μπορείς! Όσο με θυμάμαι, όσο με θυμάσαι κι εσύ, πάντοτε μονάχα την ομορφιά έβλεπα σε όλα τα άκούνητα και τα τρεχάτα. Ή έστω- σε αυτή πάντοτε θυμάμαι να εστιάζω την προσοχή μου. Αφού, να φανταστείς, οι φίλοι με κατηγορούν, λένε δεν βλέπω πραγματικά, παραβλέπω τα μισά. Δεν ξέρουν βέβαια. Δεν ξέρουν- βλέπω. Βλέπω; ...Μα, τέλος πάντων, σήμερα, όπως και να έχει, σήμερα μιλάω για την ασχήμια. Αυτή που εγώ, παραδόξως, αναγνωρίζω ενώ όλοι οι άλλοι θέλουν για ωραία. Σωστή για να ΄μαι ακριβής. 
Σωστή... λες και ξέρουν από σωστό και λάθος. Λες και δεν πιστεύουν για σωστό ό,τι τους πλασάρουν σε φύλλα εργασίας για φυσιολογικό. Λες και σωστό είναι να μασάς τις σκέψεις σου κι αντί να τις φτύνεις να τις καταπίνεις μέχρι το δηλητήριο να φτάσει ως το πέλμα. Λες και σωστό είναι να περπατάς πάνω στις γραμμές και να μετράς τα σκαλοπάτια των σπιτιών. Ποιος νοιάζεται για τους αριθμούς, όταν εκείνοι μένουν ανιαρώς στάσιμοι και σταθεροί, χωρίς να προκαλούν ούτε μιαν αλλαγή στον κόσμο γύρω; Κανείς, να ποιος. Κανείς δεν νοιάζεται, μα μοιάζει σωστό. 
 Σωστό... Κι εγώ, ο άνδρας με την πλαστική μου λογική, από λευκός περνώ στο λέρωμα του ραγισμένου. Στου παραλίγο-και-κομμάτια άνδρα που ανα πάσα στιγμή ένας ήχος απ' τα χείλη σου είναι ικανός να τον κάνει χίλια δυο κομμάτια. Λογική... Ποια λογική; Δεν υπάρχει πλέον λογική, μόνο φόβος. Αντίθετες δυνάμεις, τα δυο τους. Αιώνιοι ανταγωνιστές. Αιώνια άνισοι. Η λογική βλέπεις είναι, πως να στο πω... "σωστή", που λέγαμε και πριν. Τι λέγαμε δηλαδή; Μόνος έλεγα. Μόνος μιλώ. Μόνος βλέπω και να μ' ακούω, μιας και δεν φαίνεται ακόμη να παρατηρείς την αλλαγή στον τόνο της φωνής  μου. Κοιμάσαι κι εσύ, με τα μάτια ανοιχτά. Κοιμάσαι και κάνεις πως ακούς. Κάνεις πως καταλαβαίνεις. Συνεχίζω λοιπόν, με το στοχαστικό και λιγάκι αγριεμένο μου ύφος αδιατάραχτο, μην και ταράξω κι εσένα από το λήθαργο. Δεν παίζει λοιπόν βρώμικα η -ατόφια- λογική. Και χάνει. Ο φόβος απ' την άλλη -χα, ο φόβος-, ο φόβος καθόλου σωστός δεν είναι. Μαχητικός όμως, δυναμικός, φωτιά σωστή μπροστά στον πάγο των τετραγώνων. Γεννημένος νικητής, με καταντά όχι απλώς ευάλωτο. Εύθραυστο. Έχει διαφορά. Ξέρεις; Που να ξέρεις... Κοιμήσου. 'Η μάλλον...Ε! Αν είναι να κοιμάσαι, τουλάχιστον μην κάνεις πως ακούς. Ε! Ξύπνα και πήγαινε κοιμήσου πια! Που να ξέρεις κι εσύ..."


Δευτέρα, Αυγούστου 12, 2013

But I know it's pointless...

Εσύ κι ο εγωισμός μου είστε πράγματα αντίθετα.

Είναι αυτές οι παραισθησιακές σκέψεις,
που μπαίνουν χωρίς να χτυπήσουν
και μου γεμίζουν παραμύθια το μυαλό.

Είναι και το χαμόγελό σου.



Είναι πολύ αργά,
ή και πολύ νωρίς.
Διαφορά δεν βλέπω πια,
είναι πολύ λάθος ο χρόνος,
τα ρολόγια του τρελάθηκαν
και οπισθοχωρώντας πάνε,
κυνηγώντας ό,τι απέμεινε από το κατεστραμμένο 12 της κορυφής.
Εγώ τα πέταξα τα ρολόγια μου.
Τα έκρυψα κάπου και έσβησα τη μνήμη,
μπας και καταφέρουν να μου εξαφανισθούν εξίσου και οι σκέψεις.
Εγώ δεν σκέφτομαι.
Απεργώ, δεν νοιάζομαι.
Απαρνήθηκα τους υπολογισμούς και τους αλγόριθμους
και το μόνο που 'μεινε να μου θυμίζει την αλλαγή μου,
μερικές γραμμές χαραγμένες στο πίσω μέρος του λαιμού σου,
μισοκρυμμένες κάτω απ' τα μαλλιά.
Είναι το μόνο που δεν κατάφερα να σβήσω:
μια ημερομηνία λήξης,
που δεν αλλάζει.
Μόνο απειλεί να με δηλητηριάσει αν την αψηφήσω,
με μόνο αντίδοτο στο χρόνο ο εαυτός του.
Δεν ξέρω τι κάνω πια.
Δεν σκέφτομαι εγώ.
Τώρα που πρέπει, δεν σκέφτομαι.



Λάθος μαθηματικά,
λάθος αντιδράσεις,
λάθος μου που σκέφτομαι και πάλι τελικά.

Μα, τι να κάνω που, όπως φαίνεται,
εσύ κι ο εγωισμός μου είστε πράγματα αντίθετα.

Και να πεις πως σε ξέρω,
και να πεις πως σε θέλω,
λάθος θα 'ναι.
Όλα λάθος.
Μαζί κι εγώ.



Σάββατο, Αυγούστου 10, 2013

Εποχές

Για δες, για δες...
πώς τα ασύλληπτα γίνονται σα δεδομένα.
Για δες, για δες...
πώς κοντεύω να παραβλέψω τη μορφή σου,
όταν και μόνο στην ανάμνησή της πέθαινα.
Για δες τελικά
πώς αλλάζουν οι καιροί με τους χειμώνες,
φτάνοντας τα καλοκαίρια να τα ζω σε άλλο σώμα.


Ζω ξανά απ' την αρχή.
Αν κανείς το λέει αυτό ζωή.
Ζω ξανά απ' την αρχή το θάνατο,
κι ας ξέρω πως θα επιστρέψεις να τον πάρεις πίσω.

Μα για πόσο;


Είσαι εκεί, περιμένεις πλάι μου,
κι όμως δεν είσαι.
Βρίσκεσαι εκεί, εγώ σε κοιτώ, κι εγώ δεν σε βλέπω.
Βρίσκεσαι εκεί, κι εγώ δεν σε νιώθω.
Δεν σε νιώθω πια καθόλου,
φάντασμα έγινες 
κι όμως ακόμη για εσένα μονάχα βγαίνει αίμα για την πένα μου να γράψει.
Είναι οι κύκλοι.
Κύκλοι ατελείωτοι, αιώνιοι κύκλοι που με γυρνούν γύρω απ' τον εαυτό μου,
σε τροχιά παράλληλη γύρω από εσένα που ονόμασα Αστέρα.
Έτσι, περνώ κι εγώ τις εποχές μου,
στο ψύχος και στο θέρος,
να ζεματώ ή να μαρμαρώνω απ' το κρύο της απόστασής σου.
Απρόβλεπτοι οι κύκλοι μου,
δεν ξέρεις πότε θα χτυπήσει η επόμενή τους αλλαγή,
ξεκινούν απευθείας με τη μπόρα.
Και τώρα έτσι απαθής,
κοιτώ με μάτια γυμνά τον ήλιο και μου φαίνεται σαν νύχτα,
οι αχτίνες του ίσα μ'ακουμπούν,
τα μάτια μου πια δεν κλαίνε στην επαφή τους με το φως
και μοιάζει η προηγούμενη άνοιξη με όνειρο ξεθωριασμένο.
Ο ιδρώτας μου, οι πληγές μου, η βαρύτητά σου προς το σώμα μου, 
οι συγκινήσεις και τα πιο αβίαστα χαμόγελα
- όλα αναμνήσεις σκουριασμένες, πολυκαιρισμένες
που οι άμυνές μου πολεμούν να τις διαγράψουν.
Και οι κύκλοι δεν σταματούν ποτέ, 
δεν ξέρεις πότε θα χτυπήσει η επόμενή τους αλλαγή
κι ακόμη και παγωμένη όπως με κρατούν, μένω ξανά φυλακισμένη.
Για εσένα μονάχα βγαίνει αίμα για την πένα μου να γράψει...
κι ας αλλάζουν όλα,
κι ας γίνεται το εγώ μου ξένο,
κι ας σε χάνω κι ας σε βρίσκω,
κι ας κάνω κύκλους ατελείωτους γύρω απ' τον εαυτό μου.
Για εσένα μονάχα αιμορραγώ και πάλι.

μα υπάρχεις ίσα ίσα, 
νοερά μεσ' το είναι μου.























Για εσένα μονάχα αιμορραγώ...κι ας μην υπάρχεις πια.

Πέμπτη, Ιουλίου 25, 2013

Το αστράκι

Μικρή με λέγανε αστέρι. "Το αστράκι μου", φώναζε ο μπαμπάς μου με καμάρι.
Έτσι, μια μέρα, τους μίλησα κι εγώ για τα αστέρια.
Εκείνα, τα παράξενα θλιμμένα πλασματάκια, που έρχονταν τα βράδια στο δωμάτιό μου, στα κρυφά, ξεγλιστρούσαν μέσα απ' το παραδόξως κλειστό μου παράθυρο και μου ξεκίναγαν κουβέντες και χωρατά.
Κι εγώ που το 'ξερα πως σε ξένους δεν κάνει ν 'απαντώ, κράταγα το ύψος μου για την αρχή, μέχρι που μια νύχτα δεν το άντεξα. Με αφηγήσεις από ταξίδια και περιπέτειες γλυκές με γοήτευαν για να τους δώσω λιγάκι σημασία κι έτσι εγώ, εύκολος στόχος, υπέκυψα. Τους απάντησα. Από τότε, φεγγάρι δεν περνούσε δίχως τη συντροφιά τους.
Οι γονείς μου τρόμαξαν όταν τους σύστησα τους νέους μου τους φίλους. Δεν με πίστεψαν, το έβλεπα στο πρόσωπό τους, τόσο συνοφρυωμένο και ζαρωμένο ήταν το μέτωπό τους, λες προσπαθούσε να αφήσει χώρο για τα γουρλωμένα τους μάτια. 
Μετά από καυγάδες που νόμισαν δεν άκουσα, θεώρησαν τα αστέρια μου μονάχα μέρος της παιδικής μου φαντασίας. Σημάδια μοναξιάς, παρηγόρησαν ο ένας τον άλλο. Σύνηθες φαινόμενο στην ηλικία των πέντε. Αποφάσισαν λοιπόν πως ήταν καιρός για ένα δεύτερο παιδί και η λέξη αστέρι, όσο εγώ επέμενα, έγινε απαγορευμένη μέσα το σπίτι.


Η Τόνια βρίσκεται ξαπλωμένη ανάσκελα πάνω στο πέτρινο πλακάκι της βεράντας και από τα διαφανή μπαλώματα της κακόγουστης, παρδαλής μας τέντας, παρατηρεί τον ουρανό. 
Έχουν περάσει χρόνια από τότε που ένα αστέρι άντεξε να μ'επισκεφτεί ξανά μετά απ' τις επίπονες προσπάθειες που ο νήπιος εαυτός μου έκανε για τα τα αγνοήσει και το όλο θέμα έχει ξεφουσκώσει.
"Look at the stars, look how they shine for you..." ξεκινά να σιγοτραγουδά η μικρή μου αδερφή ενώ κουνά τις γάμπες ρυθμικά στη μελωδία των Coldplay. 
Δεν ξέρει τίποτα. Η αδερφή της κρύβεται μαζί της μέσα στο παλιό διαμέρισμα, αποφεύγοντας συμβουλές και μαγικές καψούλες, μα για εκείνη γίνεται ξανά ένα αστέρι, διαφορετικό αυτή τη φορά, μόνο προσγειωμένο πάνω στο λάθος πλανήτη.
 "Μακάρι να το 'σκαγα κι εγώ μαζί της", μοιάζει να αντηχεί η σκέψη στο κεφαλάκι της. "Μακάρι να μπορούσα να ξεφύγω απ' το βούρκο αυτό κι ας έμενε το σώμα μου πιο πίσω". 
Μα κάνει λάθος φυσικά. 
Η μικρή μου αδερφή, που με βλέπει ακόμη σαν αστέρι, δεν ξέρει πως εκεί πέρα, μακριά απ' όλους κι απ' όλα, κρύβεται ο μεγαλύτερός μου εχθρός, κι αν, ακόμη κι αν, σκοτώσω τον καθρέπτη, δεν πεθαίνει παρά μόνο το γυαλί.


Το αστράκι έχει αρχίσει να τρεμοπαίζει επικίνδυνα...

This ship keeps on sinking goddamnit


Παινευόμουν που λες για τη λογική μου,
για την αμερόληπτη αντίληψή μου,
χωρίς παρεμβολές απ' την καρδιά στα μάτια.
Το θόλωσες κι αυτό.
Όλα τα θόλωσες.
Όλα, πέρα από εσένα-
πιο όμορφος από ποτέ,
μαγνήτης τρομερός για κάθε σπιθαμή της προσοχής μου.

Δεν ξέρω πια τι προτιμώ-
σ' ένα σχοινί ακροβατώ κι όλο γλιστρώ και πέφτω:
ή θα αδειάζω και θα ψάχνω εαυτό,
ή θα σε νιώθω πλάι μου φτιαχτό,
να χάνεσαι,
ματωμένη να 'μαι δίπλα σου και χρόνια μακριά σου.
Δεν το θυμόμουνα πόσο πικρίζει,
δεν το θυμόμουνα πόσο πονά όσο το νοσταλγούσα.
Χωρίς σταματημό,
χαμένο μέλλον και ελπίδα
και όνειρα σκισμένα και τυφλά,
που ίσα ίσα αντέχουν και ξεπροβάλλουν πίσω απ' τον καπνό.
Φωτιά... φλόγες παντού.
Τα δάχτυλά μου ζεματάνε,
μαύρα, σα σκουριασμένα,
σκληραίνουν κι έπειτα μ 'όλο μου το σώμα,
σα χαρτί μαζεύονται,
πετάνε σπίθες δυο και τρεις από αντίδραση
και μαδάνε σε αφηρημένους, παράξενους σχηματισμούς.
Την αντέχω την αποσύνθεση,
αρκεί να σε 'χω εκεί,
να σε κοιτώ να γνέφεις
και τα μάτια σου να φτιάχνουν ζάρες όπως γελάς.


Τι να σου κάνουν και οι ενοχές,
το φόβο δεν νικάνε.
Έγινε όλο του εγώ,
δεν μένει διόλου πίσω.
Λέω μονάχα σ'αγαπώ
κι όλο μ' εσένα αρχίζω...



"Γιατί έχει μάθει πια το σώμα μου να καίγεται, μα απαγορεύεται..."


Πέμπτη, Ιουνίου 13, 2013

Why won't you lie anymore?

"Πες ψέματα."

Κουνώ το κεφάλι
λες και θέλησα να κάνω τη φωνή να γλιστρήσει από κει πάνω και να πέσει. 

"Γιατί να πεις αλήθεια;"

Φαίνεται κρατιέται καλά, από μια άκρη απ' τα καμμένα μου μαλλιά. 

"Δεν θα είναι δα και τόσο τρομερό το ψέμα σου. Συνηθισμένη είσαι."

Ω, σκάσε πια. Πετώ το τηλέφωνο από το χέρι μου. Αποφασίζω, δεν θα απαντήσω πια καθόλου.

"Δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς. Μεταξύ μας είναι η μάχη."

Δεν γυρνάω πίσω σε αυτό. Δεν είμαι μόνη. Το απαγορεύω.

"Μα σ'αρέσει να είσαι μόνη."

Άφησε με τότε.
Φωνάζω τώρα. 
Παράτησέ με.

"Γύρνα. Κοίτα τον καθρέπτη. Μην δειλιάζεις, κοίταξε μας."

Σχιζοφρένεια.
Μένω ακίνητη στη θέση μου. Τινάζω το κεφάλι άλλη μια φορά.

"Δεν μπορείς, έτσι; Έτσι δεν είναι;"

Τραγουδώ δυνατά το πρώτο τραγούδι που μου 'ρχεται στο μυαλό.
Ό,τι χρειαστεί για να κάνω το βουητό να σταματήσει.

"Εσύ φταις όμως, ξέρεις. 
Εσύ που δεν μπορείς να επιβληθείς στον εαυτό σου. 
Εσύ που δεν μπορείς να επιτύχεις τους πιο γελοίους στόχους. 
Εσύ."

Λα Ντο Λα Ντο Σολ Σι Λα Ντο...

"Αξιολύπητη."

Παλεύω με τα δάκρυα, μα το γιατί μου διαφεύγει.
Μου χρειάζονται μερικά δάκρυα τώρα, κουράστηκα να τα διώχνω, μου έλειψαν σχεδόν.

"Λοιπόν, τι περιμένεις;
Θα παραιτηθείς ξανά
κι ύστερα το κλάμα θα ΄ναι λίγο, δεν θα φτάνει.
Τώρα που μπορείς,
σπάσε μ' ό,τι βροχή έχει απομείνει."

Θα ήθελα να κλάψω. Θα ήθελα.

"Μα άδειασες. 
Μέσα κι έξω. 
Χάλασες."

Μαζί ήμασταν στην κατρακύλα, μην ξεχνάς.

"Η μια κοιτούσε κι η άλλη έπεφτε. Ξεχνιέται μήπως;"

Δεν γίνεται,
μα τώρα φύγε, κουράστηκα.
Είσαι κι εσύ, είμαι κι εγώ,
είναι και το ρολόι που με ξεπερνά με κάθε του λεπτό,
κουράστηκα.